Αγραπνιές

Αγραπνιές του Αριστείδη Δάγλα

[Εικόνα: Λιάνα Δενεζάκη]

Μια εύθυμη περιγραφή από τις αναμνήσεις μας με λίγο αλατοπίπερο απ’ το ταπεραμέντο των γυναικών του Κατωμεριού μας. Τα πρόσωπα είναι φανταστικά αλλά θα μπορούσε να είναι και αληθινά.

- Περβάτει μωρή και θ’ απολύσει η εκκλησά! Φώναξε η Θανάσω στην κόρη της την Ευθυμία, «Φτυμία», κατά το κοινώς λεγόμενο στο νησί…
- Τσώπα μωρ’ μάνα και ότ’ εσήμανε. Στο μομέντο είμαστε κάτουουου, απάντησε η κοπέλα γυρνώντας προς τα πίσω και παρακινώντας τα μικρότερα αδερφάκια της να βιαστούν, για να μην προκαλέσουν την οργή της μάνας τους. Εκείνα όμως, είχαν το δικό τους αδιαπραγμάτευτο αίτημα κάθε Παρασκευή που πήγαιναν στους Χαιρετισμούς, τις «Αγραπνιές» όπως τις λέγαμε στο χωριό: Να περάσουνε απ’ το Μπακόλα για τα συνηθισμένα. Δηλαδή καραμέλες αρωματικές και στραγάλια. Η Φτυμία, μάταια κρυφοδάγκωνε τα χέρια της απειλώντας τα να μην εξοργίσουν ακόμα περισσότερο τη μάνα, αλλά αυτά ήταν ανένδοτα. Ή Μπακόλα, ή σκασιαρχείο και βολάκι πίσω απ’ το ναό.
- Και τι θα κάμουμε μωρή Φτυμία δυο ώρες στην εκκλησά; Σα δεν έχουμε τίποτα να φάμε θα βαρεθούμε μέσα κει. Άσε που δεν έχει αντίδερο ο παππάς στς Αγραπνιές… Είπε σιγά σιγά ο Φώτης, ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
- Κάνει και δυο χρόνια να νετάρει ο παπά Τσίτσας. Λέει, λέει και τελειωμό δεν έχει. Αμ’ εκειός ο Λαμπράκης άμα το πιάσει στο καλλιτεχνικό δε λέει να κατεβεί απ’ το στασίδι, συμπλήρωσε ο Παναής, ο μικρότερος της οικογένειας, με φωνή διακριτική, για να μην ακουστεί...
- Πάλε καλά που’ ναι και ο μπάρμπα Ζώης ο Μπίας που τα καταπίνει τα μισά τροπάρια σα φελιά λαχανίπ’τα, συμπλήρωσε γελώντας ο Φώτης.

Το κορίτσι κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τους ξεγελάσει κι έτσι πήρε την απόφαση να τολμήσει να το πει στη μάνα:
- Ε, μπρε μανάαα, δε στεκόμαστε νια χαψά εδεκεί στου Μπακόλα να πάρ’με νια χούφτα στραγάλια για τα παιδιά; Ούλα τ’ άλλα θα νάχουνε κι ετούτα θα κάμουνε στα μάτια…
- Μες την ώρα είναι! Την έκοψε εκείνη απότομα. Να φάνε τσερατσούλια που βγαίνουνε πίσωθε απ’ το ιερό. Φωνάζει ο Πανέλιας άμα κριτσανάνε ούλα αντάμα. Και σαν ανάψ΄νε απ’ τ’ αλάτι χαλεύ’νε νερό και κάν’νε θρήνο.
- Και ποιος να πρωτοπροκάμει να αμολύψει με τα τσερατσούλια δα;
- Και τι να σ’ κάμω γω; Ο Μπακόλας θέλει λεφτά κι εγώ δεν έχω, άλλαξε το επιχείρημα η μάνα.
- Και τι κουρταλάει μες το κότολό σου;
- Τρία φράνικα είναι. Τα’ χω για να κολλήσω ένα κερί μην πινιγεί ο πατέρας σου στη ξενιτιά π’ θαλασσοδέρνεται.
- Ποια ξενιτιά μωρή; Εδεκεί στη Βουρλιά επήανε να ρίξ’νε τα παραγάδια. Ρίξε το ένα φράνικο στα κεριά καημένε. Ο Θεός δε παραξηγιέται…
- Μωρ’ δεν παραγηξιέται ο Θεός αλλά εκειός ο Βαγγέλης ο Καντελής ο ’πίτροπος κοιτάζει να ιδεί, κι αν ρίξει καένας λίγα, τονε πιάνει ο ξερόβηχας.
- Να βράσει χαμομέλι κάνε και να κάμει γαργάρες. Δώ’μου τώρα το δίφραγκο να μπω στο μαγαζί να πάρω τα στραγάλια, είπε το κορίτσι αναγκάζοντας τη μάνα της να τής τα δώσει μουρμουρίζοντας…
- Μπάρμπα Τάσο, θέλω στραγάλια και καραμέλες αρωματ’κές απ’ τσι κόκκινες. Μη μ’ δώκεις πράσινες και δε γλωσσάζονται. Τσερνιάζει ο στόμας σου με δαύτες.
Και σε λίγη ώρα βγήκε χοροπηδώντας χαρούμενη απ’ το μαγαζί, κρατώντας δυο χωνάκια από ψηφοδέλτια στα χέρια της με τα καλούδια για τις Αγραπνιές.
- Νώ’μου το δω το ένα! Φώναξε άπληστα ο Φώτης αρπάζοντας το μεγαλύτερο χωνάκι απ’ τα χέρι της αδερφής του.
- Θα τα μεραστείτε και τα δύο. Το΄να έχει καραμέλες αρωματ’κές κόκκ’νες και τ’ άλλο στραγάλια, είπε αυστηρά. Περβατείτε τώρα και βγάλτε το σκασμό γιατί εφτάσαμε στο φούρνο.
Και μ’ αυτά τα λόγια…στοργής, μπήκανε στον εκκλησία.  
Ήταν οι τελευταίοι Χαιρετισμοί πριν τη Μεγάλη Βδομάδα και ο κόσμος ήταν πολύς και στρυμωγμένος. Ο γυναικωνίτης ασφυκτιούσε από τις πιστές που είχανε πιάσει έγκαιρα πόστο και με τις τσίπες κατεβασμένες παρατηρούσανε με μισό μάτι όποιον έμπαινε στο ναό.

Έτσι, πολλά σχόλια χριστιανικής αγάπης γέμιζαν την θεία ατμόσφαιρα:
- Γιάτρα δα τη Λένη οπόβαλε τα Βρωπαϊκά… Επέρσι επήε στη Πάτρα και γίνηκε αγνώρ’στη. Μην εχρωμάτ’σε και τα μαλλιά τση; Δε μπορεί να’ ναι ακόμα μαύρα και πίσινα σα τση κουρνάκλας.  Κειό είναι χίλι χρονώνε…, είπε η Νίνα.
- Μην  είσαστε συνομόλικες; Απάντησε πειραχτικά η Λευτέρω.
- Ακούς καημένε; Ευτήνη είναι με το Φερμέκλο κι εγώ’ μαι κοπελούλα.
- Τσωπάτε μωρές και θα σας ακούσει η αδερφή τση που’ ναι εδεδώ δίπλα καθ’σμένη, τις προειδοποίησε ευγενικά η Βγενικιά.
- Ετούτη πάλε ποια είναι; Επανήλθε η Νίνα. Μην είναι κείνη του δασκάλου; Γλέπω πό’βαλε τη φούστα απάνου απ’ το γόνατο. Αν έρτουνε κι άλλες έτσι ζόρκες, ο παππάς θα κουντρήσει απάς το εικονοστάσι.
- Και κείνος ο μπουλντουμάς που βαστάει το κερί τίνος είναι; Η μ’σούδα του είναι σα παρατούριο. Έπιασε πρώτο στασίδι να’ ναι κοντά στ’ αντίδερα, αλλά πού να τονε δικήσ’νε; Θέλει ούλη τη κόφα για να τσ’τώσει.
- Δεν έχει σήμερα αντίδερα μωρή. Πούθε είσαι; Απ’ τ Άλατρο;
- Μην είναι εκειός ο γαμπρός του Σκορδοκοπάνη απ’ την Αθήνα; Δικεόρος λένε πώς είναι.
- Και πούθε του φαίνεται; Δε γλέπεις πού’ ναι σαν ασκί; Παδελοφούσκης. Θα κρεπάρει απ’ τα πάχια…
- Γιατί πώς είναι οι δικεόροι;  Μην έχ’νε τρία μάτια;
- Για μάτια δε ξέρω, αλλά για γλώσσες θα’ χ’νε πάνω από δύο για να προκάν’νε.
- Εφτός θα’ χει παραπάνου κοντεύει, για να μπατέρνει και το φαΐ. Θα το καταπίνει μπάτι μπάτι αμάσ’γο τόσος πού’ ναι. Βριζόνι μαθές…
- Τσωπάτε μωρές και τονε φάγατε το χριστιανό. Θα τό’ ρτει τίποτα με τόσα που’ πατε.
- Ασήτε τονε το δικεόρο στην ανορεξά του και ιδείτε ευτό το αλαφόσκιασμα που επρόβαλε με τη μεντανία κατσούλα λες κι είναι Γενάρης, μπήκε στην κουβέντα η Γιωργία.
- Δεν είναι μεντανία μωρή. Το λένε μαντό μού πε  νύφη μου απ’ την Αθήνα.
- Τι μαντό τι μεντανία, το ίδιο κάνει, απάντησε εκείνη απτόητη.
- Είναι η κοπέλα του Παναγιώτη, πέρα κείθε απ’ τ’ Αλώνια. Και τούτη σπουδαζμένη και με προίκα μεγάλη, είπε η Αντωνία που παρακολουθούσε τη συζήτηση.
- Και τι καρτερεί και δε παντρεύεται; Τα πάτησε τα εικοσπέντε. Εγώ είχα τέσσερα παιδιά στα είκοσι, πετάχτηκε η Ντίνα διευρύνοντας την παρέα σε όλη την δεξιά πτέρυγα του γυναικωνίτη, φτιάχνοντας μια άτυπη κριτική επιτροπή για όλους τους παρευρισκόμενους στη λειτουργία. Η «επιτροπή» βέβαια, δεν άκουγε τίποτα από τα όσα έλεγε ο παππάς και οι ψάλτες, μιας και ήταν απορροφημένη στο «θείο» της έργο.
- Εσύ δεν εσπούδαξες, παρά επήρες απ’ τα δεκαπέντε τον Αντρέα κι άλλη δουλειά δεν έκανες απ’το να γεννοβολάς. Ούλη μέρα κι ούλη νύχτα στο μόσκιο…
- Τση τονε δώκανε με το στανιό ορή. Δε τονε πήρε μοναχή τση, την υπερασπίστηκε η Βγενικιά.
- Πες καλύτερα πως τηνε  πίνιξε η μάνα τση και τσ’ έδωκε το χαραμοφάη που δε βλέπει να’ ρτει στ’ μαγκ’φιά του απ’ το μεθύσι, είπε η Αντωνία.

Η Ντίνα, όμως, παρά τα απανωτά χτυπήματα απ’ τις φιλενάδες της, δεν πτοήθηκε:
- Δε κοιτάζ’τε τα μούτρα σας λέω γω… Μωρέ λιναροκόπανος που σας χρειάζεται. Ήρτατε μες την εκκλησά για κουτσομπολιό.
- Έκρινε η μουγγή που δεν άφ’κε άνθρωπο άθαφτο! Απάντησε η Βγενικιά.
- Ω μπω μπω, νειάτα σα πνιάτα, πετάχτηκε η Θανάσω που στο μεταξύ είχε χωθεί κι αυτή στην «επιτροπή», αφήνοντας την κόρη της να προσέχει τα δυο «αγιόκορμα». Κοιτάξτε ορές πώς εστραβογέρασε η Σταθία του Κοτάκη. Έχω απ’ τα πέρσι να τηνε ιδώ και λές και περάσανε δέκα χρόνια.
- Με τόσα σκατά που μπλαθρώνουνε τη μ’σούδα τσου ούλη μέρα πώς να μη ξεμποχιάσει το έρμο τση το τομάρι; Υπερθεμάτισε η Βγενικιά.
- Καλά κάνω γω και δε βάνω τίποτα, είπε απ’ το βάθος η Αντριάνα.
- Ό,τ’ και να βάλεις εσύ, ξεβέλασμα θα παραμείνεις όπως τη σκλεμπού, μουρμούρισε η Βγενικιά που είχε έχθρα παλιά με την Αντριάνα, μιας και της είχε κλέψει τον αρραβωνιαστικό.
- Τι’ πες μωρή μην έρτω μπροστά και σε μαθήσω; Απάντησε αγριεμένη εκείνη που κάτι φάνηκε πως άκουσε..
- Είπε να ρίξεις στα μούτρα σου νια μπόλια να μη φαίνεται η ομορφάδα σου, της ψιθύρισε η Ντίνα, που δεν χώνευε ούτε αυτή τη Βγενικιά.

Σε λίγη ώρα, ο γυναικωνίτης είχε μετατραπεί σε ρινγκ. Ένα σκούρο κουβάρι… χριστιανικής αγάπης είχε διακόψει τη θεία λειτουργία, ενώ ο παππάς μάταια προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη, χωρίς όμως να προσπαθεί και ιδιαίτερα ξέροντας καλά τις ενορίτισσές του.
Το εκκλησίασμα αποχώρησε απ’ τις πλαϊνές πόρτες όντας βέβαιο, ότι την επόμενη μέρα, το Σάββατο του Λαζάρου, τα ίδια μέλη της «επιτροπής» θα ήταν και πάλι στη θέση τους σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα μεταξύ τους στο χωριό της τρέλας, το Κατωμέρι.

Και είχε απόλυτο δίκιο.

 

Του Αριστείδη Δάγλα.