Κείμενα
Ζύγωναν οι μέρες οι άγιες, που το χωριό θα γιόρταζε τη γέννηση του θεανθρώπου και οι ετοιμ
-Τι στέκεσαι απάνου απ’ τη π’νιάτα; Αργεί ακόμα να γένει. Μη βάλεις αρχή να ξεκ’ταλεύεις γ
Το καλοκαίρι ήταν στο φόρτε του. Αρχές Αυγούστου και ο τόπος έβραζε. Η Έφη, καθώς ετοιμαζό
-Και για πού το’ βαλες δα; Δεν είπαμε πως θα καρτερέσεις να σ’ πω το φλετζάνι; Σε μομέντο
«Σήκω ψυ’ μου κι έφεξε. Πότα θα τονε πεις το Λάτζαρο; Θα σας προκάμ’νε οι λουρίτες απ’ τα
-Ακούς εκεί το σκατλιάρη το παλιογέροντα μπι διούφορε μέσα του, να χαλεύει να μπει μες στο
-Τ’ ακούσατε εκειό το βουρλασό πισ’ τη Ράχη μωρ’ κοπέλες; Πολύς κόσμος εμαζώχτηκε εποληώρα
Η Παναγιώτα σηκώθηκε νωρίς και άναψε τη φωτιά να ζεστάνει το σπίτι μιας κι ο Δεκέμβρης είχ
-Τι κάνεις ορέ Μάσο ντερμπεντέρη; Ρώτησε ο Τσίλιας, ένας συμπαθέστατος ψαράς από την πάνω
-Καλημέρα Φούλα, για πού το’ βαλες μπονόρα μπονόρα και ντύθ’κες με τα καλά σου; Βλέπω σπαλ
-Το λοιπόνου, άκ’σα νια καλή προξενιά για το γειτονόπουλό μας, το Ντίνο τση Λόπης, στο Αγο
-Διάβα δω μωρέ αχρόνιαγο να σε χτενίσω νια χαψά, κι είναι το κεφάλι σ’ σα μαλλιοστούπα. Απ
-Άντερο αμπατάριστο τη νοστιμιά βαστάει, είπε η Ακρίβω απαντώντας στις πιέσεις της μάνας τ
Είχε αρχίσει να δροσίζει καθώς προχωρούσε το απόγευμα στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίν
«Ξύπνα Ανέστη, ξύπνα παιδί μου και σε λίγο εξημέρωσε…», σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή ο κ
-Γου τρομάρα μου η μαυροκίσσααααα, έσκουξε η Διαμάντω, πλέκοντας τα δάχτυλά της και γυρίζο
-Πού είν’ το φελί μωρ’ Βγενιάαα; Ρώτησε η Λευτερία κοιτάζοντας μέσα στο σακούλι της.
-Ποιο
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα γαϊδουράκι πολύ εργατικό
Ένα παραμύθι από την πρώτη συλλογή των Αδελφών Γκρίμ το 1812.
Ήρωας του παραμυθιού είνα























