Ο Γαβριήλ ο μυλωνάς και η κερα-Μαριώ

Ο Γαβριήλ ο μυλωνάς και η κερα-Μαριώ

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας μυλωνάς και τον έλεγαν Γαβριήλ. Γύρω στον ανεμόμυλο είχε ένα αμπελάκι και τόσο φτωχός ήτανε, που τον έλεγαν τζατζαλά.* Κει κοντά κάθουνταν και μια αλεπού, που την έλεγαν κερα-Μαριώ. Η αλεπού πήγαινε κάθε μέρα κι έτρωγε απ’ τ’ αμπελάκι τα σταφύλια, και δεν άφηνε τον Γαβριήλ ούτε μια ρώγα να φάγει. Ο Γαβριήλ τι να κάμει δεν ήξερε, πιάνει μια μέρα και κρύβεται πίσω απ’ το μύλο, και μόλις βγήκε η κερα-Μαριώ να φάγει τα σταφύλια, την αρπάζει απ’ τ’ αυτιά να τήνε σκοτώσει. Η καημένη η κερα-Μαριώ άρχισε να τόνε παρακαλεί και να τόνε λέγει:

– Αμάν, κυρ Γαβριήλ, μη με σκοτώνεις και πολλά καλά θα δεις ’πό τα μένα.

Ο μυλωνάς τήνε λυπήθηκε και δεν τη σκότωσε, παρά την κράτησε μέσα στο μύλο και τον έκαμνε δουλειές. Μια μέρα λέγει στον Γαβριήλ:

– Κυρ Γαβριήλ, άκουσέ με, τι θα σε πω· μήπως σε βρίσκουνται τίποτε κάνα δυο φλουριά;

– Έχω δυο φλουριά της μάνας μου.

– Και γω τόσα ήθελα, λέγει η κερα-Μαριώ.

Tην άλλη μέρα, η κερα-Μαριώ μια και δυο ίσια στου βασιλέ το παλάτι· χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η δούλα:

– Τι θέλεις, κερα-Μαριώ;

– Ήρτα να σας αγγαρέψω, μήπως και σας βρίσκεται κάνα κόσκινο, που κοσκινίζουν τα φλουριά. Δουλεύω σ’ ένα αφεντικό πολύ πλούσιο και θέλει να τα κοσκινίσω και δεν έχει κόσκινο.

– Πώς, είπαν οι δούλες, όσα θέλεις· μόνε ποιο μπόγι θέλεις; Έχουμε μπόγια μπόγια.

– Να με δώστε το κόσκινο που κοσκινίζουν τα μικρά φλουριά, είπε η κερα-Μαριώ.

Oι δούλες είπαν αναμεταξύ τους:

– Ας αλείψουμε λιγάκι μέλι από κάτ’ το κόσκινο, κι ίσως κολλήσει και σε μας τίποτε.

Το παίρνει το κόσκινο η αλεπού, μια και δυο στο μυλωνά. Βλέπει κάτ’ απ’ το κόσκινο μέλι· κατάλαβε πως το ’καμαν οι δούλες. Κολνάει το φλουράκι και το πάει πίσω στο παλάτι του βασιλέ. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η δούλα.

– Ευχαριστώ πολύ, λέγει η αλεπού, μόνε κοπέλα μ’, σε παρακαλώ πολύ, να με δώστε το κόσκινο που κοσκινίζετε τα μεγάλα φλουριά.

– Να το δώσουμε, είπαν οι δούλες ολόχαρες.

Κι αλείφουν μέλι για να κολλήσει το φλουρί κι είπαν αναμεταξύ τους:

– Δεν είδαμε στο άλλο κόσκινο, κόλλησε τίποτε;

Γυρίζει το κόσκινο η δούλα απ’ την ανάποδη, τι να δει: ένα φλουρί κολλημένο· η χαρά της δε λέγεται.

Παίρνει πάλε η αλεπού το κόσκινο και πάει στο μύλο.

– Κυρ Γαβριήλ, δώσ’ με και τ’ άλλο φλουρί να κάμω την τέχνη μ’.

Παίρνει το φλουρί και το κολνάει πάλε κάτ’ στο κόσκινο και το πάει στο παλάτι. Χτυπάει την πόρτα, την ανοίγει η δούλα.

– Ευχαριστώ τις κοπέλες μου, λέγει η κερα-Μαριώ, μόνε θα σας έλεγα κάτι τι· το αφεντικό μου, που δουλεύω, είναι πολύ καλό παιδί και πάρα πολύ πλούσιος και θέλει κάνα καλό κορίτσι να παντρευτεί. Μήπως ξέρετε σείς κανένα που το ταιριάζει; Δεν ξέρετε τι εμορφιές και τι λεβεντιές έχει!

Άμα τ’ ακούσανε οι δούλες, τρέχουνε απάν’ και το λένε στο βασιλέ. Ο βασιλές είχε μια κόρη πολύ όμορφη κι ήθελε να τήνε παντρέψει, και σα να τον ήρθε στο λογαριασμό. Βγαίνει έξω και λέγει την αλεπού:

– Δε με κάμνεις τη χάρη, κερα-Μαριώ, να τον φέρεις εδώ να τόνε διω και γω;

– Το θέλημά σου, αφέντη βασιλέ· σήμερα είναι Σάββατο, την Τετάρτη θα τόνε φέρω.

Βγαίνει η αλεπού έξω από την πόρτα και συλλογίζεται τι να κάμει, γιατί ο γαμπρός ούτε παντελόνι δεν είχε να φορέσει. Πάει στο μύλο και τα λέει όλα στο μυλωνά:

– Δεν ξέρεις κυρ Γαβριήλ, τι δουλειά σκάρωσα· θα πάρεις τη βασιλοπούλα, και καθόλου να μη μιλείς.

Ο καημένος ο μυλωνάς, τι να πει; Και το ’ριξε στο γέλιο. Η αλεπού, όσο περνούσαν οι μέρες κι έφθανε η Τετάρτη, δεν ήξερε τι ψευτιά να σκαρώσει, όσο που τα κατάφερε. Πιάνει και δένει ένα μεγάλο κλαδί πίσω απ’ την ουρά της, και πάει αντίκρι στου βασιλέ το παλάτι, κάμποσο μακριά, σ’ ένα χωράφι άσπαρτο όλο τεζέκες* και γυρίζει γλήγορα και σηκώνει μια σκόνη σαν καπνό. Απ’ το παλάτι του βασιλέ φαίνονταν κι έλεγαν αναμεταξύ τους:

– Διέστε, έρχεται ο γαμπρός· σκόνη σήκωσαν τ’ αμάξια, θα είναι πολλά.

Σ’ αυτό το μεταξύ χτυπάει η πόρτα, τρέχουνε οι δούλες ν’ ανοίξουν, τι να διούνε: Την αλεπού!

– Πού ’ναι ο γαμπρός, κερα-Μαριώ, τήνε ρωτούν.

– Άσ’ τα κοπέλες μου, πού να σας τα πω, τι επάθαμε στο δρόμο. Μας έπιασαν κλέφτες και μας ξεγύμνωσαν κι άφησαν το γαμπρό χωρίς ρούχα και παράδες κι ήρθα να σας το πω, να διούμε τι θα γένει.

Ανεβαίνουν απάν’ οι δούλες, το λένε στο βασιλέ. Φωνάζει ο βασιλές απάν’ την κερα-Μαριώ και τη λέγει:

– Περαστικά, κερα-Μαριώ.

– Τι να σε πω, κυρ βασιλέ, είμαι καταφαρμακωμένη, αυτό κι αυτό πάθαμε.

Ο βασιλές με τα γέλια τη λέγει:

– Γι’ αυτό στεναχωριέσαι, κερα-Μαριώ; Παράδες να θέλεις, όσες θέλεις. Ανοίγει ο βασιλές μια κάσα και βγάζει έναν τουρβά γεμάτο και τον δίνει την κερα-Μαριώ.

Η κερα-Μαριώ η πονηρή απ’ τη χαρά της δεν ήξερε τι να κάμει. Παίρνει τον τουρβά τα φλουριά, μια και δυο στο μυλωνά και τον λέγει:

– Σήκω, κοιμήθηκες φτωχός και σηκώθηκες πλούσιος! Μπρος, πορπάταγε και μη μιλάς καθόλου.

Τον παίρνει η αλεπού, τον χώνει σ’ ένα μαγαζί και τον ντύνει απ’ τα νύχια ώς την κορφή καθαυτό γαμπρό, και τον πάει στο παλάτι. Σ’ όλο το δρόμο τον έδινε ορμήνειες:

– Μόλις θα πάμε στο παλάτι και θα μας ανοίξουν, να κάμεις σ’ όλους ένα σχήμα, και κατόπι να φιλήσεις του βασιλέ το χέρι. Και όταν σε μιλεί ο βασιλές, συ να μη μιλάς πολλά, να μην ντροπιαστούμε.

Ο μυλωνάς, όπως τον είπε η αλεπού, όλα κατά γράμμα. Μόλις μπήκαν στο παλάτι, σ’ όλους έκαμε από ένα σχήμα, φιλεί το χέρι του βασιλέ. Ο βασιλές ολόχαρος παίρνει τη βασιλοπούλα απ’ το χέρι και την παρουσιάζει στον γαμπρό. Η βασιλοπούλα, σαν τον είδε, τον άρεσε και κάμνει γάμο σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. H κερα-Μαριώ ήτανε στα μέσα και στα έξω, κι ο Γαβριήλ ο τζατζαλάς έγινε βασιλιάς. Ήμουνα κι εγώ εκεί μ’ ένα κόκκινο βρακί.

(Λαϊκό παραμύθι)

* τζατζαλάς: κουρελιάρης.
* τεζέκες: βόλοι από χώμα.