Λαϊκά παραμύθια

Το παραμύθι που δεν είχε τέλος

Το παραμύθι που δεν είχε τέλος

Ζούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουε μαχμουρλίδικα.

Οι Δώδεκα Μήνες

Οι Δώδεκα Μήνες

Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της.

Γιατί τα σκυλιά κυνηγάνε τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς

Γιατί τα σκυλιά κυνηγάνε τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς

Οι σκύλοι με τις γάτες κι οι γάτες πάλι με τους ποντικούς ήτανε πρώτα φίλοι, όπως είναι όλα τα ζώα μεταξύ τους. Μα κάποτε τσακώθηκαν, κι από τότε κρατάει το μίσος τους από γενιά σε γενιά, κι όλοι μας σήμερα ξέρουμε πόσο εχθρεύονται οι σκύλοι τις γάτες κι οι γάτες τα ποντίκια.

Και νά πώς έγιναν τα πράγματα.

Σελίδες