Οι βόλοι

Οι βόλοι

[ Ο Αντώνης και τ’ αδέρφια του (η Αλεξάνδρα, η Πουλουδιά και ο Αλέξανδρος) περνούν το καλοκαίρι στο αρχοντικό των θείων τους στην Καστέλα, στον Πειραιά. (Γύρω στα 1900.) ]

Τι ωραία που ήταν η ελευθερία στο βράχο της Καστέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς.

Τι δεν έβρισκες εκεί μέσα! Πράσινα και γαλάζια κομμάτια γυαλί, κάποτε και άσπρα, χαλκάδες τενεκεδένιους σκουριασμένους ή καπάκια κουτιών στρογγυλά, σα ρόδες χωρίς αξόνι –μα ο Αντώνης έλεγε πως ήταν εύκολο να τους κάνεις αξόνι μ’ ένα καρφί που θα τα τρυπούσε στη μέση,– κάποτε κανένα κουδουνάκι σιδερένιο χωρίς γλωσσίδι –που και αυτό διορθώνουνταν, βεβαίωνε ο Αντώνης με μια μεγάλη χάντρα της Αλεξάνδρας, κρεμασμένη σε μια κλωστή, μόνο που η Αλεξάνδρα, που είχε πέντε τέτοιες χάντρες, δεν ήθελε να δώσει καμιά,– κάποτε κανένα κομμάτι σκοινί ή σπάγο ή τέλι· μα προπάντων πέτρες, πέτρες όλων των σχημάτων, με φλέβες σταχτιές, μενεξελιές, τριανταφυλλιές ή μαύρες.

Μια μέρα η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό: βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς, σκόρπιους, μικρούς ολοστρόγγυλους. Ζαλισμένη τους κοίταζε, άφωνη από τη χαρά της. Η πρώτη της σκέψη ήταν να μην φωνάξει τ’ αδέλφια της, μην της τους πάρει ο Αντώνης, που πρέσβευε πως τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν βόλους, πως έχουν κούκλες και πως αυτές τους αρκούν. Μα ήταν τόσοι πολλοί οι σκόρπιοι βόλοι, αρκούσαν για όλους, ακόμα και για τον Αλέξανδρο, που τόσο τους λαχταρούσε και που ποτέ δεν του δάνειζε τους δικούς του ο Αντώνης. Φώναξε λοιπόν τ’ αδέλφια της.

– Βόλους! Βόλους! Ελάτε να δείτε πόσοι! τους είπε μαζεύοντάς τους γεμάτη τη φούχτα της.

Ανακούρκουδα* πλάγι της, καταχαρούμενος, τους μάζευε ο Αλέξανδρος έναν ένα και τους φύλαγε στην άλλη παλάμη του. Ο Αντώνης όμως, με τα δυο του χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του, δεν το θεώρησε αξιόπρεπο για ένα αγόρι να ενθουσιαστεί με το εύρημα ενός κοριτσιού. Και είπε ακατάδεχτα :

– Οι δικοί μου είναι πιο μεγάλοι!

Και η Αλεξάνδρα, που ακολουθούσε πάντα τον Αντώνη, είπε:

– Και για να τους πετάξουν εδώ, θα πει πως είναι χαλασμένοι!

Απογοητευμένος άνοιξε ο Αλέξανδρος τα χέρια του, και οι βόλοι του σκορπίστηκαν στο χώμα.

Η Πουλουδιά όμως επέμεινε.

– Πού το ξέρεις πως τους πέταξαν; ρώτησε. Μπορεί ένα αγόρι να τους είχε στην τσέπη του, και να τρύπησε η τσέπη του, και να του έπεσαν όσο περπατούσε. Για δες, έχει παντού, εδώ, κι εκεί, και παρακάτω!

Θα έτρεχε το αγόρι, και θα έπεφταν οι βόλοι…

– Πφφφ…διέκοψε ο Αντώνης, που είχε πολλή όρεξη να πάρει από το θησαυρό της αδελφής του, μα που δεν το καταδέχουνταν πια, μιας και τον είχε περιγελάσει. Ξέρεις και συ τώρα από αγόρια!

Πειραγμένη στο φιλότιμό της για την περιφρονητική αδιαφορία των αδελφών της, η Πουλουδιά γέμισε την τσέπη της και είπε :

– Καλά. Όταν αύριο μου ζητήσετε τους βόλους μου, εγώ δεν θα σας τους δώσω!

Και κάκιωσε και δεν ήθελε να ρίξει με τους άλλους πέτρες στο γιαλό. Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους παιχνίδι. Και παράμερα, λυπημένη, κοίταζε η Πουλουδιά τις πέτρες, που τις πετούσαν τ’ αδέλφια της και που πηδούσαν στους βράχους και ξαναπηδούσαν ώς κάτω κι έπεφταν πλουφ στο νερό.

Το «πλουφ» δεν το άκουαν, γιατί ήταν πολύ ψηλά, και το νερό πολύ χαμηλά. Μα τους είχε πει ο Αντώνης πως κάνει πάντα «πλουφ» η πέτρα στο νερό, κι αν το ’λεγε ο Αντώνης, πρέπει να ήταν αλήθεια. Γιατί ποτέ δεν είπε ψέματα ο Αντώνης.

Και το ’λεγε πάντα ο θείος : «Ο Αντώνης είναι σκάνταλος, μα ψέματα δε λέγει!»

Και το ’λεγε και η θεία, που του τις έβρεχε συχνά. […] Όλα τα ομολογούσε, σαν τον ρωτούσαν. Και τον έτρεμαν τα κορίτσια, μην ομολογήσει και τις δικές τους αταξίες και τα δικά τους μυστικά.

Έτσι, εκείνη την ημέρα που βρήκε το θησαυρό της, πέρασε η Πουλουδιά μεγάλη στενοχώρια.

Είχαν επιστρέψει τ’ αδέλφια στο σπίτι· […] μείναν στην αυλή για να παίξουν, που ήταν ακόμα μέρα· με κάνενας δεν είχε κέφι για παιχνίδια, γιατί ο Αλέξανδρος, στην επιστροφή εκείνο το απόγευμα, είχε ντροπιάσει την οικογένεια.

– Πώς του ήλθε να το κάνει! είπε η Αλεξάνδρα, σμίγοντας τα δυο της χέρια κάτω από το πηγούνι της.

Ο ένοχος κάθουνταν στο πεζούλι της πίσω πόρτας του σπιτιού, τα χέρια ακουμπισμένα στην πέτρα όπου απλώνουνταν φουντωτή η άσπρη του κεντημένη φουστίτσα, τα μάτια πρησμένα από τα κλάματα, το μυτάκι κατακόκκινο, τα χείλια σφιγμένα για να συγκρατήσει τ’ αναφιλητά που όλο ξανανέβαιναν. Κοίταζε πότε τη μεγάλη του αδελφή, που φαίνουνταν ζαλισμένη από το κακό που της ήρθε στο κεφάλι, πότε τον Αντώνη, που, μισοκρεμασμένος από το τεντωμένο σκοινί της απλώστρας, ξεχνούσε από την αγανάκτησή του να κάνει τη σβούρα στριφογυρίζοντας στο τακούνι του, και πότε την Πουλουδιά, που συνήθως ήταν κόμμα του, μα που κι εκείνη τώρα έσκυβε το μέτωπο κάτω από την οικογενειακή συμφορά.

– Φαντάσου να το ήξερε η μαμά πως είπε: «Βρε συ!» σ’ έναν αξιωματικό! είπε αργοπροφέροντας μια μια τις λέξεις του ο Αντώνης.

– Και να σηκώσει και τη γροθιά του! είπε η Αλεξάνδρα.

– Και να χτυπήσει το πόδι του, εμπρός, σα να τραβούσε σπαθί! πρόσθεσε ο Αντώνης.

– Και σε ποιον; Σ’ έναν αξιωματικό! είπε η Αλεξάνδρα.

Ο Αλέξανδρος, στη φοβερή αυτή ενθύμηση, έλιωσε πάλι στα κλάματα.

– Μα δεν το ήξερα πως ήταν αξιωματικός! είπε ανάμεσα στα δάκρυά του.

– Πώς δεν το ήξερες; Δεν τον είδες, με την άσπρη του στολή και τα χρυσά γαλόνια στο πηλίκιό του; ρώτησε αυστηρά ο Αντώνης.

– Τον είδα… μα τον είδα αφού το είπα!

– Καλά, δεν άκουσες τ’ άλογο του που ήρχουνταν πίσω μας;

– Το άκουσα. Μα νόμιζα πως ήταν ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!

Στάθηκε μια στιγμή ο Αντώνης να σκεφτεί και αν ζυγίσει αυτή την πιθανότητα. Μα τη βρήκε αστήριχτη.

– Αυτά που λες, μόνο ένα μωρό σαν και σένα μπορεί να τα πει! του αποκρίθηκε με το πιο αυστηρό του ύφος. Άκουσες μήπως το τσίκι-τσάκα που κάνουν οι κανάτες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, σαν τρέχει το γαϊδουράκι του;

– Ό-ο-ο-χι… ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

– Και δεν άκουσες το κλοπακλόπ, κλοπακλόπ, κλοπακλόπ, που κάνει το άλογο σαν τρέχει και που δε μοιάζει καθόλου με το τακ-τακ-τακ του γαϊδουριού;

– Ναι… τ’ άκουσα… αποκρίθηκε ακόμα πιο σιγά ο Αλέξανδρος.

– Και αμέ το κλικικλίκ του σπαθιού στη σέλα; έκαμε η Αλεξάνδρα, για να μη μείνει πίσω στην παρατηρητικότητα και την περιγραφή.

Με αυτή την ενθύμηση του σπαθιού του αξιωματικού, καινούργια δάκρυα του Αλεξάνδρου.

Και είπε η Αλεξάνδρα, αναπολώντας πάλι το δράμα:

– Ήρχουνταν ο αξιωματικός από την Καστέλα… Κι έτρεχε για να πάγει σπίτι του… Και βλέπει μπροστά του τέσσερα παιδιά, που θα νόμιζε, βέβαια, πως είναι καλοαναθρεμένα παιδιά. Κι έξαφνα, το πιο μικρό, γυρνάει πίσω, κάνει απότομα ένα βήμα μπροστά…

– Σαν να έκανε έφοδο! επανέλαβε η Αλεξάνδρα. Και σηκώνοντας τη γροθιά του, φωνάζει: «Βρε συ!» Και σε ποιον; Σ’ έναν αξιωματικό!

Ο Αλέξανδρος ήταν αναλυμένος πια όλος στα δάκρυα.

– Και δε θύμωσε ο αξιωματικός, είπε συντριμμένη η Πουλουδιά, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της, όπου βάραινε όλη η ντροπή του αδελφού της, και δε μάλωσε… μόνο γέλασε!

– Ναι, φαντάσου! Γέλασε! επανάλαβε καταστενοχωρεμένη η μεγάλη αδελφή.

Αυτή τη φορά απέκανε ο Αλέξανδρος. Έσκυψε το κεφάλι του στα γόνατά του κι έπνιξε δάκρυα κι αναφιλητά στ’ άσπρα κεντήματα της φούστας του.

Η Αλεξάνδρα κι ο Αντώνης, ακίνητοι, τον κοίταζαν, με όλη την αυστηρότητα που άξιζε το έγκλημά του. Η Πουλουδιά όμως, ίσως γιατί ήταν πιο μικρή και είχε τα κλάματα πιο εύκολα, ίσως γιατί ο Αλέξανδρος, στους καυγάδες ήταν πάντα κόμμα της, η Πουλουδιά ένιωσε να γεμίζουν και τα δικά της μάτια δάκρυα και ν’ ανεβαίνει κάτι πνιγερό στο λαιμό της, και, σκύβοντας στις πέτρες της αυλής, έβγαλε τους βόλους της από την τσέπη της κι άρχισε να παίζει μόνη της, ανοίγοντας όσο μπορούσε πλατύτερα τα μάτια της, για να στεγνώσουν πριν στάξουν τα δάκρυα.

Εκείνη τι στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας:

– Αλεξάνδρα! Αντώνη! … Πού είναι τα παιδιά; […]

Τα τέσσερα αδέλφια ανορθώθηκαν. Η Πουλουδιά πέταξε χάμω όλους της τους βόλους και τίναξε τα σκονισμένα χέρια της· Η Αλεξάνδρα έτρεξε στον Αλέξανδρο, του κατέβασε και του έσιαξε την τσαλακωμένη του φούστα, και με το χέρι βιαστικά βούρτσισε στην κανονική τους θέση τα κάπως ανακατωμένα ξανθά του κατσαρά· ο Αντώνης, παρατώντας το σκοινί όπου κουνιούνταν κρεμαστός, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κοίταξε, σαν να τον ανακάλυψε πρώτη φορά, ένα βασιλικό φουντωμένο στη γλάστρα του.

Και η θεία, κοντή, στρογγυλή, παχειά, ευκίνητη όμως και ελαφριά σαν μπάλα λαστιχένια, βγήκε στην αυλή. Μόλις είχε φθάσει απ’ έξω. Φορούσε ακόμα το καπέλο και τα γάντια της.

Έριξε γύρω της μια γοργή ματιά, που περιτύλιξε και τα τέσσερα αδέλφια μεμιάς. […]

Βήματα ακούστηκαν από μέσα, κι ο θείος Ζωρζής βγήκε στην πόρτα, κοντός, στρογγυλός, παχύς, με το αγαθό του χαμόγελο, που ξανάνιωνε το σταχτί του κεφάλι και τ’ άσπρα του φρύδια. […]

– Καλώς τα παιδιά! Ελάτε στη βεράντα, που ήλθε η θεία Αργίνη με τον Γιάννη…

Μια φωνή της θείας τον διέκοψε:

– Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας; Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ;

Όλοι γύρισαν σαστισμένοι.

Σκυμμένοι εμπρός, σηκώνοντας με τα δυο της χέρια τις φούστες της, στις μύτες των ποδαριών της, σαν να φοβούνταν μη λερωθεί πατώντας ολόκληρα τα παχιά της ποδαράκια, κοίταζε η θεία με φρίκη και αηδία το θησαυρό της Πουλουδιάς σκορπισμένο στις πλάκες.

– Ποιος έβαλε μέσα τις κατσίκες; επανέλαβε.

Και φώναξε:

– Ειρήνη!

Στο παράθυρο της κουζίνας παρουσιάστηκε το συγυρισμένο κεφάλι της μαγείρισσας.

– Ορίστε, Κυρία!

– Ποιος έμπασε κατσίκες στην αυλή μας;

– Κατσίκες;

Έσκυψε να δει εκεί που έδειχνε το αμείλικτο δάχτυλο της θείας.

– Πο-πό! έκανε.

Και υποψιάρικα πρόστεσε:

– Μην τις έβαλε μέσα ο Αντώνης;

– Εγώ; Όχι! έκανε ξαφνιασμένος ο Αντώνης. Μα πού είναι οι κατσίκες;

– Ε, ανόητε! είπε γελώντας ο θείος. Οι κατσίκες ξανάφυγαν, μ’ άφησαν πίσω τους τα… τα σημάδια τους! πρόσθεσε με καινούργιο ξεκάρδισμα.

Την ίδια ώρα εμφανίζουνταν η Ειρήνη με σκουπάκι και φαράσι. Και μουρμουρίζοντας και γρινιάζοντας: «Τι βρώμες… πο-πό… τι αηδίες… στις παστρικές μας πλάκες κιόλα…» μάζεψε όλους τους βόλους της Πουλουδιάς, γοργά, στο φαράσι της.

Μα η Πουλουδιά δε στάθηκε να δει και ν’ ακούσει το τέλος της ιστορίας. Από τα πρώτα λόγια του θείου, σαν κατάλαβε τι ήταν ο θησαυρός της, τρομαγμένη κοίταξε τ’ αδέλφια της. Αντάμωσε τη περιφρονητική ματιά της Αλεξάνδρας, το κοροϊδευτικό σήκωμα των φρυδιών του Αντώνη, το ξαφνισμένο, όλο ρωτήματα μουτράκι του Αλέξανδρου και, βουλιάζοντας κάτω από το βάρος της ντροπής, παρακαλώντας μέσα της να την καταπιεί η γη, δίπλωσε τους ώμους της, χώθηκε σιγά στο κούφωμα της πόρτας, και ξεγλιστρώντας πίσω από το θείο, έτρεξε στη σκάλα, ανέβηκε δυο δυο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της, που ήταν όλων των αδελφών κάμαρα, και κρύφτηκε πίσω από την κουνουπιέρα* της.

Η καρδιά της βροντούσε, όχι πια ταμπούρλο αλλά γκρανκάσα.* Τώρα θα ρωτήσει η θεία. Kαι τώρα θ’ απαντήσει ο Aντώνης, που δεν έλεγε ποτέ ψέματα: «Nαι, τις βρώμες αυτές τις έφερε η Πουλουδιά!» Kαι δεν ήταν μόνο αυτό, μα θα πει: «Γιατί τις πήρε για βόλους!» Kαι θα την περιγελάσουν όλοι. Aχ, τι φοβερό να την περιγελάσουν όλοι!

Kαι τα ’πιασε με τα χέρια της, αυτά… Πουφού! τι αηδία! Kαι θα τη μαλώσει η θεία… και θα της δώσει κανένα μπάτσο… Δεν την έμελε ο μπάτσος, το παχύ χεράκι της θειας δεν πονούσε πολύ, μα η ντροπή, η ντροπή! Και αυτή την ώρα θα τα λέγανε κάτω. Και ήταν κάτω η θεία Αργίνη και ο εξάδελφος ο Γιάννης! Και θα κορόιδευε ο Γιάννης…

Αυτό ήταν περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποφέρει. Σαν τον Αλέξανδρο πρωτύτερα, ξέσπασε κι εκείνη στα κλάματα.

Και τόσο δυνατά έκλαιγε, ώστε δεν άκουσε τον Αντώνη που ανέβηκε και μπήκε στην κάμαρα.

Μα την άκουσε κείνος και, παραμερίζοντας την κουνουπιέρα, τη βρήκε ζαρωμένη στη γωνιά της.

– Γιατί κλαις; τη ρώτησε περιφρονητικά.

Ο Αντώνης είχε βαθιά περιφρόνηση για τα κορίτσια, γιατί, λέει, κλαιν για το τίποτα. Εκείνος, σαν αγόρι που ήταν, δεν έκλαιγε ποτέ, όσο και να χτυπούσε, όσο και να πονούσε. Και ούτε σαν έπεσε από τη σκάλα της βεράντας κι έσπασε το κεφάλι του κι έτρεχαν αίματα και του το κόλλησε ο θείος με τσιρότο, πάλι δεν έκλαψε.

Οι αδελφές του τού είχαν μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτό. Και του είχαν και κάποιο σεβασμό, σαν να πούμε, ντρέπονταν να κλαιν μπροστά του. Και τώρα που την τσάκωσε την Πουλουδιά αναλυμένη στα κλάματα, ντράπηκε κείνη πιο πολύ. Μα πάλι δεν έκανε να το δείξει, και σηκώθηκε χωρίς ν’ αποκριθεί.

Και της είπε ο Αντώνης:

– Είσαι μια κουτή! Λερώνεις την αυλή μας και ύστερα κλαις κιόλα!

– Δεν κλαίγω γι’ αυτό, είπε πειραγμένη η Πουλουδιά.

– Αμέ γιατί κλαίς;

– Γιατί…

Στάθηκε να σκεφθεί ποιαν αιτία να προτιμήσει.

Και αποφάσισε:

– Γιατί θα με μαλώσει η θεία και θα μου δώσει κι έναν μπάτσο!

– Φοβητσιάρα! έκανε ο αδελφός της.

Η Πουλουδιά επαναστάτησε.

– Δεν φοβούμαι! διαμαρτυρήθηκε. Και πρώτον, το ξέρεις πως δεν πονεί το χέρι της θείας!

– Αμέ τότε;

– Έτσι! Δε μ’ αρέσει να με δέρνουν!

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του και πήγε στη μπαλκονόπορτα· και, πιάνοντας την κουπαστή του μπαλκονιού, άρχισε να κλοτσά το ξύλινο περίφραγμα.

– Εσείς τα κορίτσια όλο αφορμές γυρεύετε για να κλαίτε, είπε περιφρονητικά. Και τώρα βρίσκεις αφορμή πως θα σε δείρει η θεία, χωρίς να ξέρεις τίποτα.

– Αφού το ξέρω πως θα με δείρει; είπε η Πουλουδιά που είχε βγει και αυτή στο μπαλκόνι και είχε πιάσει κι αυτή την κουπαστή και κλοτσούσε το ξύλινο περίφραγμα.

– Τίποτα δεν ξέρεις! Γιατί θα σε δείρει;

– Μα δεν της είπες πως εγώ έφερα τους βόλ… δηλαδή… αυτά; έκανε με αηδία.

– Βέβαια όχι… αφού δε με ρώτησε.

Από τη σαστιμάδα της σταμάτησε η Πουλουδιά το κλοτσοκόπημα. Η χαρά και η ανακούφιση την πλημμύρισαν. Της ήλθε να φιλήσει τον Αντώνη. Μα πάλι δεν το καταδέχτηκε. Ούτε του είπε ευχαριστώ. Έκανε την αδιάφορη και είπε:

– Α, καλά, αν είναι έτσι…

Μα θα το κατάλαβε ο Αντώνης, γιατί η φωνή της δεν ήταν πια κλαψιάρικη. Την κοίταξε από πάνω από τον ώμο του και της είπε:

– Μ’ έστειλε η θεία Αργίνη να σε φωνάξω. Μα είναι το πρόσωπό σου σιχαμένο… σκούπισες τα μάτια σου με βρώμικα χέρια… που πιάσανε τους βόλους σου… πουφού! τι βρώμες!

– Καθόλου! φώναξε αγανακτισμένη η Πουλουδιά.

– Πώς καθόλου; Κοίταξε το πρόσωπό σου στον καθρέφτη!

Φουρκισμένη πήγε κείνη στο νιφτήρα, έχυσε νερό στη λεκάνη και, αποφεύγοντας τον καθρέφτη μπροστά της, βιαστικά σαπούνισε χέρια και πρόσωπο.

Ο Αντώνης την είχε ακολουθήσει. Με το δάχτυλο κοροϊδευτικά της έδειξε τις μαυριδερές σαπουνάδες της λεκάνης.

– Όλα αυτά είναι πάστρες, είπε, είναι οι πάστρες που βγαίνουν από τους βόλους της δεσποινίδας…

* ανακούρκουδα: με λυγισμένα τα γόνατα.

* η κουνουπιέρα: μεγάλο τούλι που σκεπάζει το κρεβάτι για να προστατεύει από τα κουνούπια.

* η γκρανκάσα: μεγάλο ταμπούρλο.

 

Πηνελόπη Δέλτα

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)