Παραμύθια της παράδοσης

Η Χιλιάκριβη και η Λάμια

Ένα πέπλο οµίχλης, αφού κατάπιε λαίµαργα το φεγγαρόφωτο, περιέβαλε το σπίτι και µια φωνή στριγκή και υποχθόνια έκανε τη Χιλιάκριβη να λουφάξει έντροµη στο υπόγειο, αγκαλιάζοντας το µαντίλι της και ελπίζοντας το κακό να περάσει γρήγορα. Μια ψηλόλιγνη µαυροντυµένη γερόντισσα, µε πρόσωπο µοχθηρό κι απόκοσµο, µε νύχια αιχµηρά και δόντια που εξείχαν άγαρµπα απ’ το κοκαλιάρικο στόµα της, φάνηκε να αιωρείται πάνω απ’ τη στέγη.

Η Λάµια στροβιλίστηκε σαν άνεµος γύρω απ’ το σπίτι και το τάραξε συθέµελα.

Η Ηλιογέννητη

Μια φορά κι έναν καιρό, ήρθε στον κόσµο ένα πανέµορφο κορίτσι, που η µητέρα του το ονόµασε Ηλιογέννητη.

Το κορίτσι µεγάλωσε κι άρχισε να βοηθά τη µητέρα του στις καθηµερινές δουλειές.

Την πρώτη µέρα του Μάρτη η Ηλιογέννητη πήγε στο δάσος να µαζέψει φρούτα και καρπούς. Αφού τελείωσε κι ετοιµαζόταν να φύγει, ξαφνικά, µια βροντερή κι απόκοσµη φωνή την καθήλωσε στη θέση της και µια θερµή πνοή τής φλόγισε το πρόσωπο: «Ηλιογέννητη, εγώ είµαι, ο Ήλιος. Να πεις στη µάνα σου πως ξέχασε την υπόσχεσή της. Αν βροντήξω και αν λάµψω, την καρδούλα της θα κάψω»

Η Σταχτομάρω

Σ’ ένα μακρινό χωριουδάκι πέρα απ’ τα βουνά, ζούσε μια μάνα με τις τρεις κόρες της. Κάθε βράδυ, όταν τελείωναν τις δουλειές τους, μαζεύονταν κοντά στη φωτιά του τζακιού κι έγνεθαν μαλλί. Η μικρότερη κόρη, η Μάρω, καθόταν σχεδόν μέσα στο τζάκι, επειδή ήταν μικροκαμωμένη και κρύωνε πολύ.

Γι’ αυτό οι αδερφές της της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Σταχτομάρω».

Σελίδες