Όλα

Αυγουστιάτικα Όνειρα

Αυγουστιάτικα Όνειρα

Ο Αγγέλης ο Λέλεκας, όπως τον φώναζαν στο νησί οι συγχωριανοί του εξαιτίας των ψηλών κι αδύνατων ποδιών του, ένας μεσόκοπος άντρας με αδρά χαρακτηριστικά,   αφού έδεσε τις «απείθαρχες» κληματσίδες του αμπελιού του στους ξύλινους πασσάλους που είχε μπήξει στο νοτισμένο χώμα, έκατσε αναστενάζοντας κάτω από μια διπλανή συκιά κι άπλωσε τις αρίδες του με ανακούφιση για να ξαποστάσει. Έβγαλε απ’ το δισάκι του ένα ρομπόλι με κρύο νερό και αφού δροσίστηκε, κατέβασε τη σκούφια του χαμηλά κι ακούμπησε στον κορμό του δέντρου να πάρει έναν γρήγορο μεσημεριανό υπνάκο.

Τα αξημέρωτα βάγια

Τα αξημέρωτα βάγια

«Μωρέ τι κορακοσύννεφο είναι τούτο;», μουρμούρισε ο Τρελονικολός σαν αντίκρισε μια γνωστή παρέα από μαυροφορεμένες γριές να βγαίνουνε ολοφυρόμενες απ’ τη μάντρα του νεκροταφείου.

Tο Κίτρινο

Tο Κίτρινο

Στα χρόνια του παππού μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κι έγινε το υποστατικό. Aπ’ τη μητέρα μου έμαθα πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω-γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές.

Σελίδες