ΚΑΤΟΥΡΙΣΜΕΝΟ - ΑΚΑΤΟΥΡΗΓΟ

ΚΑΤΟΥΡΙΣΜΕΝΟ - ΑΚΑΤΟΥΡΗΓΟ

-Τι στέκεσαι απάνου απ’ τη π’νιάτα; Αργεί ακόμα να γένει. Μη βάλεις αρχή να ξεκ’ταλεύεις γιατί σε σκότωσα. Φέα φτούθε κι όταν είναι βρασμένο θα σ’ κρίνω να διαλουπιαστείς, είπε η κυρά Μέλπω στον άντρα της που είχε γυρίσει απ’ τη βάρκα πεινασμένος.
-Με πεινάει μωρ’ Μέλπω, έχω δυο μέρες να βάλω χαψά στο στόμα μου. Μας εκουρτάλησε ο μαΐστρος και το στομάχι εκόλλησε στη πλάτη μας. Κάτω απ’ το Θιάκι είμαστε θεονήστικοι, απάντησε εκείνος απολογητικά.
-Και πώς και δεν είχατε κανιά κουμπάνια κοντά σας; 
-Είχαμε εκείνη τη κουλούρα αλλά την έφαε ο Θοδωρής. Πού την ήβρε πες μου, που την είχα φασκιωμένη και κρυμμένη μες το κοστάκι τση βαρκός…
-Ευτός μανούλα μου αν είναι για φαΐ, μυρίζεται μέχρι το Μπούμπ’στο… Δεν έχει γεννήσει μάνα μεγαλύτερο γλόζο…Και τι εγίνηκε κι απέ;
-Κινήσαμε π’ λες για το χωριό αγάλια αγάλια -να μη καίμε και το πετρέλαιο-, αλλά μόλις είδαμε τη μαλάθα αδειανή και το Θοδωρή ν’ αγλείφεται σα γάτος, το πιάσαμε το νόημα. Εγώ κι ο Βασίλης θα μέναμε νηστ’κοί. Τονε βρίσαμε για την αφυσκιά του, αλλά ευτός εχέστηκε… Η κοίλπα του ήτανε γιομάτη και δε τον έγνοιαζε. Έλα όμως που η κ’λούρα είχε πολύ τερί από κειό τση λύσσας με το π’θούλι, που για να κοπεί θέλει πριγιόνι…Έτσι σε κανιά ώρα αρχίνισε να χαλεύει νερό. Ο Βασίλης όμως εμάνιωσε κι είχε κρύψει τα μπότια κάτου απ’ τη νιτσεράδα του και δε τον άφ’κε να ψάξει. Όσο επέραε η ώρα, ο στόμας του εφρύηκε και μας είπε να σταματήσ’με στην Άτοκο πο’ χει ένα ξεροπήγαδο. Πραματ’κώς, εφτάσαμε εκεί και κατεβήκαμε να πιεί νερό, από κειό με τσι σκλομανταρίδες και τα μπακακάκια. Όσο έπινε, ο Βασίλης μο’ καμε νόημα να πάμε παραπέρα να κόψ’με αγραπίδια πο’ τανε νιαν αγραπιδιά κατάφορτη. Έτσι λιμασμένοι που’ μαστούνε, γιομίσαμε ένα τελάρο από δαύτα και τα πήραμε στη βάρκα για το δρόμο. Γλέπεις θα κάναμε ώρες πολλές ακόμα. Σα μας είδε να τα τρώμε, ήρτε να χαλέψει. Εμείς όμως δε τονε πιεντήσαμε και φάαμε όσα μπορέσαμε. «Μωρέ δε θα φας ούτε ένα», είπε ο Βασίλης φωναχτά κι έβγαλε όξου τη πεσωμένη του κι όσα μείνανε τα κατούρησε. Σε κανιά ώρα όμως, το Θοδωρή τονε ματαπείνασε και ζύγωσε το τελάρο κι αρχίνισε να διαλέει. «Ε ορέ κατελωμένε, τι πας να φας; Δε σκένεσαι;» του’ πα ’γώ. «Τι να σκαθώ;» μου απάντησε. «Δεν τα μπουτσάφλισε ούλα με τη σαποφαωμένη του», και συνέχισε να τρώει, μονολογώντας διαλέοντας: «κατουρ’σμένο- ακατούρ’γο». Μας εμπατάρ’σε τ’ άντερα. Μέχρι να φτάσ’με στον Αθερνό το βράδυ, τα’ χε φάει ούλα. Κανένα δεν ήβρε κατουρισμένο ο ανετσίτωτος…
-Ούλα τα πιστεύω για δαύτονε. Εδώ έτρωε τσι βερβέλες για κολυμπάδες. Μην αλησμονήσεις να του κρίνεις για  να του κάμω το γιόμα, είπε η κυρα Μέλπω και πήγε πάνω απ’ την κατσαρόλα να δει αν έβρασε το φαΐ. 
-Μες την ώρα είναι, είπε ο νοικοκύρης και κατέβασε την κλούβα να πιάσει το ψωμί…
-Φέρτονε κάνε του Χρ’στού να τονε τρατάρω μελομακάρουνα, αλλά να μ’ το πεις πρωτύτερα να μελώσω γαιδουροσκατίνες, είπε γελώντας η οικοδέσποινα κι έπιασε τον κεψέ να σερβίρει.