Μεγανήσι
ΚΑΤΟΥΡΙΣΜΕΝΟ - ΑΚΑΤΟΥΡΗΓΟ
-Τι στέκεσαι απάνου απ’ τη π’νιάτα; Αργεί ακόμα να γένει. Μη βάλεις αρχή να ξεκ’ταλεύεις γιατί σε σκότωσα. Φέα φτούθε κι όταν είναι βρασμένο θα σ’ κρίνω να διαλουπιαστείς, είπε η κυρά Μέλπω στον άντρα της που είχε γυρίσει απ’ τη βάρκα πεινασμένος.
-Με πεινάει μωρ’ Μέλπω, έχω δυο μέρες να βάλω χαψά στο στόμα μου. Μας εκουρτάλησε ο μαΐστρος και το στομάχι εκόλλησε στη πλάτη μας. Κάτω απ’ το Θιάκι είμαστε θεονήστικοι, απάντησε εκείνος απολογητικά.
-Και πώς και δεν είχατε κανιά κουμπάνια κοντά σας;
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Το καλοκαίρι ήταν στο φόρτε του. Αρχές Αυγούστου και ο τόπος έβραζε. Η Έφη, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στην παραλία περιμένοντας τις φίλες της, μιλούσε με τη γιαγιά της, κάτι που της άρεσε πολύ, μιας και την έβλεπε μόνο τα καλοκαίρια και στις γιορτές. Ο πηγαίος ενθουσιασμός της για κάθε τι καινούργιο και η μόνιμη έκπληξή της για όσα δεν είχε συνηθίσει και δεν ήταν «γραμμένο» στον αξιακό της κώδικα, ιντριγκάριζε το κορίτσι και το έκανε να προκαλεί τη γιαγιά της για να γελάει με τα δηκτικά της σχόλια.
Έτσι, είπε να ξεκινήσει τις προκλήσεις:


