Μεγανήσι

Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

-Ακούς εκεί το σκατλιάρη το παλιογέροντα μπι διούφορε μέσα του, να χαλεύει να μπει μες στο λάκκο του πατέρα του μη λάχει και χώσ’νε τον αδερφό του πρώτα από δαύτονε…, είπε με ιερή αγανάκτηση η Στέλλα, μια γριά γύρω στα ενενήντα αλλά λεβεντόκορμη και περήφανη, με διαύγεια πνεύματος αξιοθαύμαστη για τα χρόνια της.
-Τι μπαμπαλογάς μπρε μανάαα, ρώτησε με περιέργεια η κόρη της η Ξανθή, καθώς ασβέστωνε την αυλή της ενόψει  του Πάσχα. Ποιος επέθανε και ποιος θέλει να μπει στο τάφο τ’ αλλουνού;

ΠΙΝΙΜΑ

ΠΙΝΙΜΑ

-Ε μωρ’ κοπέλα δε κάνεις εδώ να νιφτείς που θα να’ ρτει ο γαμπρός να σε χαλέψει σε μομέντο; Είπε η Χρυσούλα στην κόρη της.
-Άσε με μπρε μανά κι ότι εσκόλασα. Τι γαμπρολογάς; Να ’πιθώσω τη σάκα μου και να φάου νια χαψά γιατί κι απέ θέλω να διαβάσω. Αύριο θα μας σ’κώσει Ιστορία και δε θέλω να με πελεκήσει με τη βίτσα ευτός ο τύραγνος που μας εστείλανε για δάσκαλο κάτω φτούθε. Μαθές είμαστε στην έκτη και μας βάνει πολλά διαβάσματα, απάντησε η Σπυριδούλα.

Σερσέ λα φαμ…

Σερσέ λα φαμ…

-Τ’ ακούσατε εκειό το βουρλασό πισ’ τη Ράχη μωρ’ κοπέλες; Πολύς κόσμος εμαζώχτηκε εποληώρα και λένε πώς κάποιονε εφύανε για τη χώρα με το καΐκι του Σπ’νέλη, είπε με απορία η Ρήνη στις γειτόνισσές της.
-Έχω ιδέα πως κάτι έπαθε ο μπάρμπα Πάνος ο Ταρίας. Κάτι θα τού’ ρτε κοντεύει, απάντησε η Μαριγώ.
-Μ’ κάζει πως ήτανε φεστίδιο ή κολπέτο γιατί ελέανε πως ετράβωσε ο στόμας του και πήε πισ’ στη σφαή του τού καψερού, πετάχτηκε η Ροφίλια.

Σελίδες