Κείμενα
Ήταν ένας κακός άνθρωπος, με λαιμό χοντρό και μάτια κοντόθωρα· και τον ελέγαν άρχοντα Σκλη
Ο Αγγέλης ο Λέλεκας, όπως τον φώναζαν στο νησί οι συγχωριανοί του εξαιτίας των ψηλών κι αδ
«Μωρέ τι κορακοσύννεφο είναι τούτο;», μουρμούρισε ο Τρελονικολός σαν αντίκρισε μια γνωστή
Στα χρόνια του παππού μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κι έγινε το υπ
Ζύγωναν οι μέρες οι άγιες, που το χωριό θα γιόρταζε τη γέννηση του Θεανθρώπου, και οι ετοι
Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ
― Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τοὺς ἔκλει
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια.
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας
Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρ
Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ'
Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ κ
Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελ
Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀστ
Οι σκύλοι με τις γάτες κι οι γάτες πάλι με τους ποντικούς ήτανε πρώτα φίλοι, όπως είναι όλ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός κι είχεν ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος εγέρασε κι ο γεω
Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά
Βασιλιάς των πουλιών είν’ ο καλογιάννος· γιατί μια φορά εζητούσαν τα πουλιά βασιλιά, και ο
Ήταν ένας κάβουρας, που εζούσε μοναχός του σε μια σπηλιά μέσα στη θάλασσα, και κυνηγούσε α
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας μυλωνάς και τον έλεγαν Γαβριήλ. Γύρω στον ανεμόμυλο είχε
Στα πρώτα και τα παλιά τα χρόνια όλα τα ζώα μαζεύτηκαν απ’ έναν τόπο κι έκαμαν συμβούλιο,
Ήταν μια φορά ένα μικρό δελφίνι.
Ζούσε με το κοπάδι του στ’ ανοιχτά της θάλασσας ξένοιαστ