Κείμενα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός κι είχεν ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος εγέρασε κι ο γεω
Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά
Βασιλιάς των πουλιών είν’ ο καλογιάννος· γιατί μια φορά εζητούσαν τα πουλιά βασιλιά, και ο
Ήταν ένας κάβουρας, που εζούσε μοναχός του σε μια σπηλιά μέσα στη θάλασσα, και κυνηγούσε α
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας μυλωνάς και τον έλεγαν Γαβριήλ. Γύρω στον ανεμόμυλο είχε
Στα πρώτα και τα παλιά τα χρόνια όλα τα ζώα μαζεύτηκαν απ’ έναν τόπο κι έκαμαν συμβούλιο,
Ήταν μια φορά ένα μικρό δελφίνι.
Ζούσε με το κοπάδι του στ’ ανοιχτά της θάλασσας ξένοιαστ
Mόλις τ’ αυγά της ζέστανεν η κλώσσα
και τα μικρά ετοιμάστηκε να βγάλει,
ένα πουλάκι εσήκωσ
Aπ’ όλα τα πουλιά της κυρα-Λένης, το πιο νόστιμο ήταν το Mαυρούλι. Όχι γιατί οι άλλες κότε
Θα σας πάγω σήμερα σε κάποια μέρη ξεχασμένα, κοντά σ’ ένα βουνό γίγαντα, λεγόμενο Τσιμπορά
Μια μέρα συνάχτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν να βάλουν τα παιδιά τους στο σχολείο να μ
Μια μέρα η αλεπού βγήκε από τη φωλιά της και καθόταν στον ήλιο. Η φωλιά της ήταν κάτω από
Ήρθε ο Aπρίλης. Όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλο
Ήταν στην Aθήνα, στα παλιά τα χρόνια, ένας ξακουσμένος τεχνίτης που τον έλεγαν Δαίδαλο. Ό,
Μια φορά ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό. Έξαφνα την αντικρύζει έ
Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους· κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπι
Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητ
Δώδεκα παιδιά έκαμε ο πατέρας μου. Εγώ ήμουνα το πρώτο και το πιο ζωηρό. Ήμουνα τόσο ζωηρό
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε δεκατρία παιδιά: δώδεκα αγόρια κι ένα κο
Tα σπιτάκια της Nαζαρέτ, «σα φούχτα μαργαριτάρια σε σμαραγδένιο χωνί σκορπισμένα», έφεγγαν
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμάκραινε από το λιμάνι του Πειραιά οχτώ το πρωί κι η ζέστη κιόλας ί
Mια φορά κι έναν καιρό ένας πετεινός σκάλιζε σε μια κοπριά· κι εκεί που σκάλιζε, ηύρε μια
Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σ