
«Σήκω ψυ’ μου κι έφεξε. Πότα θα τονε πεις το Λάτζαρο; Θα σας προκάμ’νε οι λουρίτες απ’ τα Αλώνια και θα πάρουνε ευτήνοι τα καλά τα τραταμέντα. Ο Αντρέας είναι νια ώρα απ’ όξου και σε καρτερεί», είπε η μάνα του Γιάννη, προσπαθώντας να ξυπνήσει τον κανακάρη της για να πάει να πει τα κάλαντα του Λαζάρου.
«Άσε με μωρ’ μάνα να πλαέσω νια χαψά ακόμα… Έπεσα αργά εψές, γιατί εμπελονιάζαμε τσιμπίδες για τσι γιρλάντες, και το καλάθι ήτανε θερίο σα βαρέλι. Πού να γιομίσει μαθές; Πάλε καλά που η θεια Στέλλα μας άφηκε να κόψουμε ένα σωρό από δαύτες. Μας έδωκε κι αλιφασκιά για το πάτο του καλαθιού να’ χουνε τ’ αβγά μαλακωσά», απάντησε χουζουρεύοντας ο Γιάννης.
«Στο’ δωκα ευτό το θελέσι για να χωράει μέσα μπουλντούρα. Το πήρα επρόπερσι από’ να γύφτο που τα’ πλεκε μέσα στο λιτρουβειό του Κόλιου. Να γιομόσει αβγά να’ χ’με να βάψουμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Επήρα και καλή μπαμπακερή βαφή απ’ το Μπακόλα προτού σωθεί. Γλέπεις άμα δε κάμεις κουμάντο, θα μείνεις με τ’ αβγά άβαφα. Κι ευτός ο χριστιανός, τη κόκκινη τη φέρνει με το δελτίο. Από μαύρη έχει οκάδες. Πού να προκάμει με τόσα κότολα και τόσες χήρες; Σήκω τώρα να πιείς το γάλα σου γιατί από μεθαύριο δε κάνει ν’ αμολύψεις μεγαλοβδομαδιάτ’κα», συμπλήρωσε, τραβώντας τα σκεπάσματα με βιάση, αναγκάζοντας το παιδί να σηκωθεί με το ζόρι.
«Καλά, καλά, κάτσε να βάλω το κοντοβράκι μου κι έρχομαι πες του. Θα αρχινίσ’με απ’ το σπίτι τση Τασάς που ναι ανοιχτοχέρα, αλλά να φέξει πρώτα, μη μας διαολοστείλει, απάντησε και τράβηξε να πιεί το γάλα του.
Το καλάθι, ομορφοστολισμένο με ασπροκίτρινες μαργαρίτες, τσιμπίδες όπως τις έλεγαν στο νησί, περίμενε τα δυο παιδιά να το σεργιανίσουνε στο χωριό, ψέλνοντας την ιστορία του Λαζάρου που αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς και να πούνε ευχές στις νοικοκυράδες για υγεία και ευτυχία.
«-Λάζαρε σαβανωμένε, και με το κερί ζωσμένε, πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδίας των χειλέων, και μη με ρωτάτε πλέον…», άρχισε να τραγουδάει το τρομερό δίδυμο Αντρέας κι ο Γιάννης, καταλήγοντας:
«Σε τούτο σπίτι που’ ρταμε, πέτρα να μη ραΐσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει», περιμένοντας την ανταμοιβή της θεια Τασάς.
Αν όμως το κέρασμα δεν ερχόταν, υπήρχε και εναλλακτική:
«Κυρά μου κλώθει η κότα σου, κλώθει κι ο κόκορός σου, κι ένα καλάθι κοτσιλιές, μες το μουστάκι του αντρός σου».
Δε χρειάστηκε όμως να το πούνε αυτό, μιας και η θειά Τασά τους έδωσε δέκα αβγά και δυο απλοχέρια κουκιά απ’ τον κήπο της.
«Χρόνια πολλά θειά και καλή Ανάσταση», ευχήθηκαν τα παιδιά και συνέχισαν το δρόμο τους για το δεύτερο σπίτι, αυτό της παπαδιάς.
«Τοιγάρεις και μας πρόκαμε ο Μπάμπης ο Αφύσκος πέρα απ’ τα Αλώνια; Ευτός έχει σεμπριά με το Λεωνή που ψέλνει σα κοτσύφι. Άμα τον ακούσεις θα σου σ’κωθεί η τρίχα νιαν οργιά. Κάνει για ψάλτης μαθές. Αλλά αν ήτανε μέσα θα τον ακούαμε. Σιγά μην ήρτανε πέρα απ’ τ’ Αλώνια τέτοιαν ώρα, αξημέρωτα», πρόσθεσε και πλησίασε την ξύλινη πόρτα χτυπώντας την. Η παππαδιά, άνοιξε χαμογελαστή και καλοδέχτηκε τα παιδιά: «Πείτε τα κι εσείς παιδιά μου», είπε.
Εκείνο το «κι εσείς» όμως, καρφώθηκε σα μαχαίρι στην καρδιά τους. Ερχόντανε λοιπόν δεύτεροι… Και σα να μην έφτανε αυτό, περνώντας το κατώφλι, αντίκρυσαν το Μπάμπη και το Λεωνή να κάθονται φαρδιά πλατιά στο τραπεζάκι του σαλονιού με το καλάθι γεμάτο καλούδια, τρώγοντας λαδόπιτα και γλυκό κυδώνι.
«Καλώς τα παιδιά τση Ράχης !», τους πέταξε ειρωνικά κατά πρόσωπο ο Μπάμπης.
«Τι δουλειά έχεις εσύ στη Ράχη ορέ αλειτρούητε; Εσύ είσαι Αλωνιώτης!», απάντησε ο Γιάννης έτοιμος για καβγά.
Βλέπετε είχαν παραβιάσει τα «χωρικά του ύδατα» και δε σκόπευε αυτό να το αφήσει έτσι.
«Μωρ’ τι μας λες εκεί; Και τι σε βάλαμε εσένα; Πολιτσμάνο; Κάνε μας τη χάρη να φάμε το γλυκό μας… Βλέπεις όποιος αργεί, παίρνει κλουβίτες…», κατέληξε ειρωνικά, επιδεικνύοντας το καλάθι τους, που ήταν γεμάτο αβγά και κουλούρια.
«Το ξένο το γρούνι τρώει το γούρμο απίδι», του απάντησε νευριασμένος ο Αντρέας. «Το σπίτι του παππά είναι δίπλα στα δικά μας ορέ αλαφόσκιασμα. Αν δεν ήσουνε εδώ μέσα, ήξερα γω τι θα σο’ κανα», είπε και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
«Κάτσ’τε καλά παιδάκια μου μέρα πού’ναι», μπήκε στη μέση η παππαδιά. Πείτε τα κι εσείς να σας φιλέψω. Έχω και κολοκυθόπιτα ωραία να σας κεράσω», είπε για να προλάβει τον καβγά. Μα η προσπάθειά της, έπεσε στο κενό. Τα παιδιά κοιτάζονταν σαν κριαρόπουλα έτοιμα να αρπαχτούν. Με μισόλογα και υπονοούμενα, βγήκαν απ’ το σπίτι για να λύσουνε τις διαφορές τους έξω, μακριά απ’ το σπίτι του παππά.
Πραγματικά, η σύρραξη ήταν αναπόφευκτη. Σε λίγα λεπτά, στο πλάτωμα της θεια Σταυρούλας είχαν σπεύσει ενισχύσεις για να υπερασπιστούν την τιμή της Ράχης. Οι απώλειες ήτανε μεγάλες και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Αβγά, κουκιά και κουλούρια γίνανε ένας πολτός και σουρώνανε απ΄τα ψάθινα καλάθια στο χώμα. Η μάχη όμως έληξε άδοξα, όταν πάνω στους πολεμιστές προσγειώθηκε ένα κατροκάνατο πλήρες περιεχομένου από τη θειά Βαγγέλω, που δεν είχε άλλο τρόπο να σταματήσει τον καβγά.
Μετά το μεγάλο σοκ, τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας με τα ρούχα τους σκισμένα απ’ τον καβγά και λερωμένα σιχτιρίζοντας την τύχη τους… Ποιος άκουγε τώρα τις μανάδες που περίμεναν τα αβγά και τα καλούδια;
«Μπλαθρωμένος ο ερχόμενος», ακούστηκε η φωνή της μάνας του Αντρέα, που πρόβαλε απ’ το σοκάκι του Ταρία. «Μπι διούφορε απάς το χάλι σας και πώς εγενήκατε έτσι, παλιολαμπάσματα; Παιδιά είσαστε εσείς ή παγανά; Κάτσε να φωνάξω τη μάνα σου Γιάννη και θα σε ξάνει κακομοίρη μου. Άτιμο κοψίδι μας εβήκες και πήρες και στο λαιμό σου και το δικό μου το μπαίγνιο!», είπε και με μια κλαρίδα περίλαβε τον γιό της για τα καλά. «Περβάτει στο σπίτι και να ιδώ πώς θα σε κάμω που κατελώνεις αβγό και κατρουλιό. Νερό δε υπάρχει στο χωριό ούτε στάλα. Θα σε πάου στο π΄γάδι τ’ Αθερ’νού να σε πλύνω», κατέληξε χτυπώντας τον στην πλάτη με το ξύλο.
«Όχι στ΄Αθερνού μάνα, πάμε στο Καραμαντάνι που’ ναι κοντύτερα. Στον Αθερνό δε παίρνουμε σειρά σήμερα, θα’ ναι εκεί βλέπεις για να πλυθούνε οι Αλωνιώτες», απάντησε ο Αντρέας με φανερή ικανοποίηση, κλείνοντας το μαυρισμένο του μάτι στον φίλο του το Γιάννη…