
-Και για πού το’ βαλες δα; Δεν είπαμε πως θα καρτερέσεις να σ’ πω το φλετζάνι; Σε μομέντο θα φ’σκώσει ο καφές. Στάκα νια χαψά και δε σε κυνηγάει καένας… Είπε η κυρά Βαγγελίτσα στην εγγονή της τη Δέσποινα.
-Να δω τι θα καταλάβεις απ’ το φλυτζάνι ρε γιαγιά. Τι άγχος σ’ έχει πιάσει; Φοβάσαι μη μείνω στο ράφι και θες να δεις τη μοίρα μου; Άσε που δε μ’ αρέσει αυτός ο καφές που πίνετε εσείς οι μεγάλοι, απάντησε το κορίτσι.
-Αμεδά η μ’σούδα σας, δε σας αρέσει ο καφές μας σε ’σάς. Εμάθατε με τσου ξενικούς, που ούτε να τσου πω δε ξέρω. Καφές είναι ευτός που ’φερες επροχτές με δυο δάχτυλα αφρή αγουπάνου, σα κοτσιλιά από κόκορο;
-Φραπουτσίνο τον λένε γιαγιά.
-Γουουου!!! Ντράπει μωρ’ κοπέλα κι είναι ούλη η γειτονιά στο ποδάρι. Τι αφσκόλογα είναι ευτά; Άργησες να τα πεις και μας τα’ βγαλες μαζωμένα τα σπίρτα σου. Μέχρι τζίτζικα σο’ βαλε η προβαβά σου μες το στόμα για να κρίνεις.
-Ίου! Σοβαρά μιλάς τώρα; Μου βάλατε στο στόμα τζιτζίκι;
-Αμ’ τι κάνε; Κι όπως ακούου, ντάβανο έπρεπε να σου βάλ’με!
-Ουφ! Έτσι τον λένε τον καφέ γιαγιά. Φραπουτσίνο. Πώς να τον πω δηλαδή;
-Δε ξέρω μανούλα μου τι μπαμπαλογάς και τι μόρφωση είν’ ευτήνη…. Κάτσε στο πεζούλι δελέγκου κι έρχομαι με το κανονικόνε το καφέ, τον ελληνικόνε, σα προκάμω και δε μου ριπιστεί με τόση χασομέρια που μο’ καμες, βιάστηκε να πει η γιαγιά, με τον φόβο μήπως της έφευγε η εγγονή και δεν μάθαινε την τύχη της.
-Περιμένω, εντάξει, μη φοβάσαι. Εξάλλου αγόρι έχω, έτσι για να σου κάνω σπόιλερ…. Είπε κυνικά η Δέσποινα.
Η γιαγιά, στο άκουσμα αυτής της φράσης, γέμισε με ανάμικτα συναισθήματα χαράς αλλά και απορίας. Ξαλάφρωσε που η εγγονή της είχε επιτέλους δεσμό, μιας και για τα δεδομένα της, κινδύνευε να μείνει στο ράφι αφού είχε πατήσει τα είκοσι δυο. Από την άλλη όμως ανησύχησε για κείνο το «σπόιλερ». Τι να σήμαινε άραγε; Αποφάσισε όμως να μη δώσει συνέχεια και μάθαινε κάτι που ίσως δεν ήθελε να ακούσει… Έτσι κράτησε μόνο το θετικό της είδησης και συνέχισε τον διάλογο χαρούμενη:
-Τι χαρά είναι ετούτη που μό’ δωκες καμάρω μου; Και πότα τα σάσατε; Τον έχεις καιρό; Πώς δε μου τού’ πες μη σκάου και βασανίζομαι; Τα ζαχαράτα θα τα φάμε τώρα κοντά; Πέταξε μαζεμένες όλες αυτές τις ερωτήσεις η κυρά Βαγγελίτσα.
-Σιγά βρε γιαγιά που βασανίζεσαι… Ένα μήνα είμαστε μαζί και φαίνεται καλό παιδί. Τι είναι τα ζαχαράτα;
-Εγώ στην ηλικία σου είχα τρία κι ένα στη κοιλιά. Εκειά είναι τα ζαχαράτα. Και πούθε είναι; Εδώθε, απ’ το νησί;
-Όχι. Από κάπου μακρύτερα. Από το Πεκίνο…
-Α, σοβαρώς; Και που’ είναι εκείνο;
-Δεν κάνατε Γεωγραφία στο σχολείο; Εσύ μου’ λεγες πως πηγαίνατε πρωί και απόγευμα.
-Αλήθεια σο’ λεγα. Μέχρι να κάτσουμε να φάμε ένα ξερομπούκ’νο, ματαχτύπαε η καμπάνα και παέναμε πάλε πίσω. Πλάκα και κοντύλι και γραμμή στο σκολειό. Ο παππά Κωνσταντής Θέος σχωρέστονε ήτανε καλός και χ’ρσός, αλλά όποιος άργειε, τονε περίμενε στη πόρτα με τη βέργα. Είχε μια χοντρή κλάρα από αγριλίδα γιομάτη ρόζους και σε ξέραινε αν σ’ έβρισκε φέρμα.
-Ωραίο σύστημα, τι να σου πω… Τρομοκρατία και καταπίεση. Τρώγατε πολύ μπούλινγκ προφανώς.
-Μπεεε, πού να το βρούμε μανούλα μου τέτοιο πράμα.. Νια χούφτα πλιγούρι και λίγο ψωμί κρίθ’νο κι όξου απ’ τη πόρτα, εκειό ήτανε το φαΐ μας μαθές…
-Δεν εννοώ αυτό μωρέ γιαγιά. Τέλος πάντων τι να σου εξηγώ; Φέρε τώρα τον καφέ γιατί θα έχει κρυώσει και δεν θα πίνεται, είπε το κορίτσι με συμπάθεια.
-Τι να τονε κάμεις το καφέ τώρα; Άστονε και θα τονε ρίξω στη γλάστρα. Μου’ πες για το λεγάμενο. Για λέγε τώρα πού είναι εκειό το αποκείνο;
-Πεκίνο γιαγιά, όχι αποκείνο.
-Ευτήνο χα, πού είναι; Να ξέρω να συγυριστώ όταν θα πάμε τα κανίσκια στη συμπεθέρα.
-Όντως δεν ξέρεις; Είναι η μεγαλύτερη πόλη το κόσμου, η πρωτεύουσα της Κίνας…
-Τιιιι; Κινέζο επήες κι ήβρες; Τόσα παιδιά έχει το νησί, άσπρα και προκομμένα…
-Ααα, μην αρχίσουμε τα ρατσιστικά σε παρακαλώ! Τι σημαίνει άσπρος και μαύρος; Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσιοι, ανεξαρτήτου χρώματος. Τι στερεότυπα είναι αυτά βρε γιαγιά;
-Και πώς θα τονε γνωρίζεις μανούλα μου που ’ ναι ούλοι ίδιοι;
-Έλεος πια. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Εσύ το νομίζεις αυτό. Η Κίνα έχει ενάμιση δισεκατομμύριο κατοίκους.
-Και πόση ώρα είναι να πάμε κάτω φτου με το αμάξι; Γιατί εγώ σε αερόπλανο δε μπαίνω…
-Τι λες βρε γιαγιά; Για ποιο λόγο; Αθήνα μένει ο άνθρωπος, εκεί γεννήθηκε. Είναι τρίτης γενιάς Κινέζος.
- Και πώς τονε λένε το χριστιανό;
-Δεν είναι χριστιανός. Βουδιστής είναι.
-Άλλο φαρμάκι ετούτο….Και πώς τονε λένε κάνε;
-Γου.
-Γου μάνα…. Όνομα είναι ευτό; Ούλα μαζί τα φαρμάκια σήμερα θα τα πιώ μαζωμένα;
-Γιατί βρε γιαγιάκα; Το Βαγγελίτσα είναι καλύτερο;
-Είναι του Βαγγελισμού τση Παναΐας μας, όχι του αντίχριστου που τρώει κριτσόνια και φκαρίδες…
-Και συ πού το ξέρεις αυτό; Ρώτησε ξαφνιασμένη η Δέσποινα.
-Το ξέρω και το παραξέρω. Το’ λεγε επέρσι ο Βεσσαρίας ο καπετάνιος που είχε πάει κάτω κει και ελάμπαξε απ’ τα αίσκη πού’ δε. Ένα σωρό μπουρμπούλους ετρώανε και ρύζι ούλο κλουμπάρια.
-Το ξέρεις ότι σήμερα αυτά είναι πολύ μαστ και στην Ευρώπη έτσι; Η κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία για εισαγωγή εναλλακτικών πρωτεϊνών από σκουλήκια, ακρίδες και φύκια…
-Τι άλλο θα κάμουνε ακόμα; Μα βέβαια, τόσο που πήε το μοσκάρι θα το μπατάρ’με στη σκλομανταρίδα μου κάζει… Σα δε ντρέπονται και δε σκένονται… Βλέπεις δε περσσεύει τίποτα απ’ τη καταπιόνα τσου για τον κοσμάκη…
-Λοιπόν άσε τη γκρίνια και άκου ένα καλό νέο: Ο Γου θα έρθει στο νησί μεθαύριο και θα κάτσει μια βδομάδα. Λες να του πω να μείνει εδώ στο σπίτι;
- Καλώς να’ ρτει κι ας με κακοκάρδισες με τόσα που μου’ πες για δαύτονε. Θα τονε βάλω να πλαέσει στο μικρό τον καναπέ τόσος που θα’ ναι. Κάτσε να μαζώξω τα σαλιγκάρια, μη βάλει αρχή και τα κριτσανάει και ποιος μας σώνει απ’ τη γειτονιά…
-Καλά λες γιαγιά. Μόνο μη τα πετάξεις. Βάλτα σ’ ένα καλάθι μαζί με καμιά σκουτρινέλα και τίποτα σερσέλους να τα στείλεις στη συμπεθέρα κανίσκι… Απάντησε η Δέσποινα κάνοντας τη γιαγιά να ανοίξει το στόμα της βεράνι…