ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

Το καλοκαίρι ήταν στο φόρτε του. Αρχές Αυγούστου και ο τόπος έβραζε. Η Έφη, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στην παραλία περιμένοντας τις φίλες της, μιλούσε με τη γιαγιά της, κάτι που της άρεσε πολύ, μιας και την έβλεπε μόνο τα καλοκαίρια και στις γιορτές. Ο πηγαίος ενθουσιασμός της για κάθε τι καινούργιο και η μόνιμη έκπληξή της για όσα δεν είχε συνηθίσει και δεν ήταν «γραμμένο» στον αξιακό της κώδικα, ιντριγκάριζε το κορίτσι και το έκανε να προκαλεί τη γιαγιά της για να γελάει με τα δηκτικά της σχόλια.
Έτσι, είπε να ξεκινήσει τις προκλήσεις:

-Γιαγιάκα, πιάσε μου σε παρακαλώ το μαγιό μου απ’ το σχοινί κι έχω αργήσει, είπε το κορίτσι. 
-Πού το’ χεις καμάρω μου και δε το χωρίζω; 
-Να βρε γιαγιά, εκεί δίπλα στην κολώνα της κληματαριάς κρέμεται.
-Μπανιερό είναι ευτό δα; Το’ καμα για σάουλα.
-Τι είναι η σάουλα πάλι; 
-Σπεδόνι.
-Τι πράγμα;
-Καλαμέντο.
-Ελληνικά είναι αυτά;
-Βολυμόσκοινο, πώς να στο πω;  
-Μήπως εννοείς πως είναι αποκαλυπτικό;
-Μπε, μη το ματαπείς ευτό το πράμα…
-Μα γιαγιά, αυτά φοράνε σήμερα τα κορίτσια.
-Καλύτερα μη το βάνεις καθόλου κάνε. Τι κρύβει ευτό, που’ ναι λιανό σα σαϊτούρι;
-Δε θα συνεννοηθούμε σήμερα μου φαίνεται. Να, αν δε με πιστεύεις, έλα μαζί μου στην παραλία να δεις. Όλες αυτά φοράνε.
-Μη μου το ματαπείς γιατί θα να’ ρτω. Θα ροβολήσω να δω ευτήνη τη ξεζορκιασμάρα.
-Έλα, το εννοώ. Ό,τι λέω πάντα το εννοώ. Βλέπεις εγώ είμαι σκορπιός. Εσύ; 
-Χελούδα.
-Τι χελούδα καλέ; Δεν υπάρχει τέτοιο ζώδιο.
-Πάου να βάλω νια τσίπα αλαφρύτερη και το κότολο το κοντό γατί θα σκάσω απ’ τη κάψη, κι έρχομαι. Και κοίτα να βάλεις καένα μπανιερό σωστό και να τ’ αφήκεις εκειό το ψίδι, είπε και πήγε να ετοιμαστεί, παραβλέποντας το σχόλιο περί ζωδίων.

Σε δέκα λεπτά, η Έφη με την Ισμήνη και την Πέπη είχαν επιβιβαστεί στο αμάξι, βάζοντας τη γιαγιά να καθίσει μπροστά. Μόλις βγήκαν απ’το χωριό, άρχισαν τα σχόλια επί παντός του επιστητού. Τα κορίτσια δε σταμάτησαν να γελάνε με τη γιαγιά που έδινε παράσταση.

-Ε μωρή Ζμήνη, κλεισ’ το παραθύρι και θα με κόψει. Θα πάθω ψύξη. Πούθε κλεί το βλοημένο; Δεν έχει μανιβέλα και σαγιαδόρο; Με ξεμπαρμπούλωσε ο αέρας και θα μου πονεί τ’ αυτί αύριγιο. 
-Εντάξει γιαγιά. Το κλείνω από δω εγώ. Μην ανησυχείς. Μα δε μου λες, εσείς όταν ήσασταν μικρές πού κάνατε μπάνιο; Τα μαγιό σας από πού τα παίρνατε; Ρώτησε η Ισμήνη για να την τσιγκλήσει. 
-Επαέναμε στο Λιμονάρι και στο Πολυτρίχι με τα ποδάρια απ’ το παλιό το μονοπάτι όταν ήμαστούνε κοπελούλες. Επέφταμε μέσα με τα κομπνεζόνια άκρη άκρη, και μία από μας επαραφύλαε μην έρτει καένας άντρας κι μας δει. Είχε στη ποδιά τση μογδόνια για να τονε πετροβολήσει. Ούλο και κάποιο παλιόπαιδο εξεστράτιζε απ’ τα πρόβατα και κίναε να’ ρτει κρυμμένος πίσω από καμιά μάζα… Πολλά γενόντανε και τότες μη νομίζεις… Είχαμε τα μάτια μας δεκατέσσερα γιατί σαν ακουόντανε τίποτα στο χωριό, ποιος μας εγλίτωνε απ’ τη μάνα μας κι απ’ τσι κακές τσι γλώσσες…
-Δηλαδή τι φοβόσασταν; Κι αν σας έβλεπε κανείς τι θα γινόταν; Ρώτησε αθώα η Έφη.
-Να μας δει με τα μεσοφόρια και τα κομπνεζόνια; Καλύτερα να πέφταμε να πινιγούμε, απάντησε με τρόμο η γιαγιά. 
-Φτάσαμε, τη διέκοψε η Ισμήνη. Να βρω να παρκάρω μόνο, γιατί βλέπω ότι γίνεται χαμός. Και μετά από μια ολιγόλεπτη περιήγηση, πάρκαρε το αμάξι δίπλα στην πέτρινη μάντρα που χώριζε τον δρόμο από την παραλία. 
-Δεν μπορείς να παρκάρεις εδώ κοπελιά, ακούστηκε η φωνή ενός νεαρού που είχε πλησιάσει το πρόσωπό του στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο χώρος είναι μισθωμένος και ανήκει στην επιχείρηση. 
-Και από πού τον νοικιάσατε παρακαλώ; Απόρησε το κορίτσι.
-Από την ΕΤΑΔ, απάντησε εκείνος.
-Μωρέ τι μπαμπαλογάς εκεί; Απάντησε απότομα η γιαγιά. Ποια Ετάδ και Ξετάδ; Εδώ ερχόμαστούνε κοπελούλες και λευκαίναμε τα πανιά. Δίπλαθε ήτανε και νια λουτρολίμνη και πέφτανε οι γριές για τα ρεματικά. Χάει να πέσεις να πινιγείς παλιολούτο μη βγω όξου και σε συγκλαρίσω, συμπλήρωσε εξαγριωμένη.

Το επεισόδιο τράβηξε την προσοχή του κόσμου και έληξε σχετικά γρήγορα μιας και ο νεαρός δεν επέμεινε μπροστά στην επικείμενη κατακραυγή, αλλά και υπό το φόβο μιας μεγαλύτερης αντίδρασης από τη γιαγιά. Έτσι, το αμάξι έμεινε εκεί και η παρέα κατευθύνθηκε προς την παραλία.

-Ήπρεπε να μ’ αφήκεις να το σκροβοντήξω το μούλικο, είπε η γιαγιά στην Έφη. Εδώ κάτου ήτανε ούλο μερτσίνα κι ελιά και τώρα το κάμανε μη πω τι… Αμ ευτό το βουρλασό; Πάμε πέρα κει στον ίσκιο να κάτσ’με γιατί θα καούμε, συμπλήρωσε και κατευθύνθηκε πρώτη προς την άκρη της παραλίας. Εμπάτε εσείς να καλυμπήσουτε κι εγώ θα σας καρτερώ και θα’ χω το νου μου, μη σας πράξει καένας να τονε γρουμπανήσω. Κάτστε να πάρω και το μέρλο μου κοντά που το’ χω αρχινισμένο να πλάξω νια χαψά.

Σε λίγη ώρα είχαν τακτοποιηθεί και τα κορίτσια έπεσαν στη θάλασσα. Η Πέπη, πήρε τη μάσκα της και βάλθηκε να θαυμάζει το βυθό. Η γιαγιά έβγαλε απ΄τη σακούλα της τη δαντέλα κι άρχισε να πλέκει.

-Κοιτάξτε κορίτσια, κοιτάξτε, φώναξε η Πέπη με ενθουσιασμό. Βρήκα ένα χταποδάκι. Ελάτε να δείτε! Και βγήκε απ’ τη θάλασσα κρατώντας το βεντουζωμένο στο χέρι της.
-Να το κάνουμε σέλφι! Φώναξε η Ισμήνη.
-Δε το κάν’τε με μακαροτσίνι να  σας πιαστεί τόσο πού’ναι; Ευτά τα κουτσαβέλια είναι δεκότο. Πετάχτηκε η γιαγιά.
-Τι λες καλέ; Θα το αφήσουμε ελεύθερο αφού το φωτογραφήσουμε! Της απάντησε έντονα η Έφη. Κρίμα είναι. 
-Μωρέ φέρτο δω να το μαερέψω πο’ χω άλλα δυό π’ σε κ’βεντιάζω που θα το αμολήσεις λέει πάλε πίσω. Μην εμουρλάθ’κες; Αν ήταν έτσι ο σχωρεμένος ο παππούλης σου θα πέθαινε τση πείνας που’ τανε χταποδιάς. Κάθε ένα πο’ βγανε θα του τράβαε φωτογραφία και θα το’ ριχνε πάλε μέσα. Αλλά τι κάνεις που εκείνα τα χρόνια έπρεπε να κ’βαλάει μαζί και τον Πόνια με τη μηχανή του…
-Αλλάξανε οι εποχές μωρέ γιαγιά, είπε το κορίτσι. Άλλωστε τι θα καταλάβεις από ένα τόσο μικρό πλασματάκι; Είπε η Έφη παίρνοντας το χταπόδι το χέρι της.
-Ακούς καημένε…. Είπε η γιαγιά με αγανάκτηση. Ίσα ίσα που’ ναι ό,τι πρέπει γιατί δε θέλει ούτε κοπάνισμα, ούτε αγούλισμα. Και κοίταξε μη σε φάνε οι τσούχτρες έτσι που το ανεμίζεις…
-Λοιπόν τέλος η συζήτηση, είπε αποφασιστικά η Έφη. Θα το ελευθερώσω. Είπε και ετοιμάστηκε να βγάλει την περιβόητη σέλφι.

Όπως όμως το κρατούσε, μια σφήκα που το περιτριγύριζε, τσίμπησε το κορίτσι στο  χέρι. Εκείνο, τρομαγμένο έβγαλε μια κραυγή και πέταξε το χταποδάκι στη θάλασσα.

-Πέπη, πέπη μήπως έχεις τίποτα για το τσίμπημα; Ρώτησε τη φίλη της με αγωνία.
-Νια βολά, τα παλιά τα χρόνια, σα μας ετσίμπαε τσούχτρα και πρηζότανε το χέρι μας, εμείς το κατουράαμε. Στάκα να κρίνω σε κειό το παιδάκι να στο κατ’ρήσει που’ ναι πιο εύκαιρο, γιατί εγώ θέλω νιαν ώρα να βρω άκρη με τα μεσοφόρια,  είπε η γιαγιά και ετοιμάστηκε να σηκωθεί να φέρει τον πιτσιρικά. 
-Τι πας να κάνεις καλέ; Έχω αμμωνία στην τσάντα μου. Χριστέ μου, τι ακούω σήμερα; Φώναξε η εγγονή της μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε. 
-Καλά καλά, μη σκούζεις. Δε τού’ ξερα. Για καλό του’ πα. Κάτσε να σκωθώ όμως να πάου παραπέρα γιατί κουρβουλιάστηκα σε τούτη τη καρέκλα. Άσε που θα γρομπάρει και θα ριπιστώ. Καρέκλα είναι ευτήνη δα, πο’ χει κάτι ποδάρια σα μακαρούνια;
-Τίποτα δε σ’ αρέσει πάντως. Είπαμε να έρθουμε στην παραλία και δε σταμάτησες τη μουρμούρα. Να, πήγαινε αν θες να κάνεις παρέα με τη θειά Λευτερία που κάθεται εκεί πέρα στο πεζούλι και λιάζεται, της πρότεινε η Έφη. 
-Η Λευτερία είναι κείνη δα; Δε τηνε γνώρ’σα με τα Βρωπαϊκά. Σα γρίβος αχινιός είναι το κεφάλι τση χωρίς τη τσίπα, είπε εκείνη επικριτικά. 
-Μήπως είναι καιρός να φορέσεις κι εσύ πιο απλά ρούχα βρε γιαγιά; Της είπε πειραχτικά η εγγονή της με την ενθουσιώδη συγκατάβαση και των άλλων δυο κοριτσιών. 
-Όχι ψυ’ μ… Τώρα στα γεράματα θα γένω παρατούριο; Ακούς εκεί μη πετάξω τα κομπνεζόνια και βάλω αρχή να φορώ σόκορα και  καλαμέντα…Απάντησε αιχμηρά η γιαγιά.
-Ναι αλλά αν είχες σήμερα σπεδόνι για μπανιερό, θα μπορούσες να μου κατουρήσεις το τσίμπημα της σφήκας, απάντησε η Έφη, κάνοντας τη γιαγιά να καταπιεί τη γλώσσα της…