ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ

ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ

Ζύγωναν οι μέρες οι άγιες, που το χωριό θα γιόρταζε τη γέννηση του θεανθρώπου και οι ετοιμασίες είχαν αρχίσει για τα καλά.

Μιά μέρα πριν τα Χριστούγεννα λοιπόν και οι μαντρότοιχοι των σπιτιών λαμποκοπούσαν απ’ την πάστρα του ασβέστη. 
Οι κασέλες είχαν ανοίξει διάπλατα, περήφανες για τα καλούδια τους και οι ξυλόφουρνοι σιγόκαιγαν, για να υποδεχτούν τα καρβέλια, τις λειτουργιές, τα Χριστοκούλουρα, τα γουρμπάτσια, τις λαδόπιτες και τα κουλούρια, που με μεγάλη επιδεξιότητα είχαν ζυμώσει οι χωριανές αποβραδίς.  Οι νεότερες, είχαν αναλάβει το ζύμωμα και το κουβάλημα των χαλκωματένιων ταψιών και οι γηραιότερες, το «κάψιμο» του φούρνου και τον εφοδιασμό του με κλαρίδες και δαυλιά απ’ τα διπλανά χωράφια. Βλέπετε, τα ζυμώματα ήταν πολλά, κι ο φούρνος ένας σε κάθε γειτονιά. Άναβε λοιπόν το πρωί της παραμονής και έσβηνε σχεδόν ανήμερα, πριν ο κόκορας λαλήσει και προαναγγείλει την πρώτη χριστουγεννιάτικη καμπάνα.

Μια γριά, χρόνια μαθημένη στο φούρνισμα, μεγάλη μαστόρισσα, με την τσίπα της κομπιασμένη μπροστά απ’ το αυστηρό της πρόσωπο και το σούδαυλο ανά χείρας, είχε παραδοσιακά το ρόλο του «καπετάνιου» στην όλη διαδικασία και δεν δίσταζε να τα βάλει με τρόπο που δε σήκωνε και πολλά – πολλά, με οποιαδήποτε τολμούσε να παρακάμψει τη σειρά για να τελειώνει πρώτη τη δουλειά της. Εκτός απ’ τα καθήκοντα του «φουρνοφύλακα», είχε βέβαια και το δικαίωμα της γνώμης πάνω σε όλα τα ζυμώματα που  έρχονταν στο φούρνο, είτε παινεύοντας –πράμα σπάνιο- την τυχερή νοικοκυρά, είτε αποδοκιμάζοντας μεγαλόφωνα την «ακαμάτρα» που τόλμησε να φέρει για φούρνισμα τέτοια «ξεφούσκωτη» ή «στραβοπλασμένη» ζύμη … «Σε πήρε ο ύπνος φαίνεται προκομμένη μου  και το πλάκωσες το ζυμάρι καψερούλα… Τέτοια πλακούτσα τί την ήφερες για ψήσιμο; Μπομπότα θα φάτε Χριστουγεννιάτικα;». 
Αυτά κι άλλα τέτοια σχόλια, ήταν συνηθισμένα όπου συνάζονταν πολλές γυναίκες. Τα πικρόχολα λόγια, ανακατεύονταν συχνά με κολακείες, κι εκεί που νόμιζες πως οι αντιμαχόμενες δε θ’ αργήσουνε να πιαστούν μαλλί με μαλλί, ξάφνου τις έβλεπες να εκθειάζει η μια τις χάρες της άλλης…   
«Ανάγκασε καμάρ’ μου και θα βγούνε τα παγανά για ώρα για μομέντο», ακούστηκε να φωνάζει η Μαριγούλα στην κόρη της που φάνηκε να ξεστρατίζει, φορτωμένη με μια λαμαρίνα ζυμωμένα Χριστόψωμα. «Κ’βεντιάζεις με τη φ’λονάδα σου άλλη βολά. Η φωτιά θα σβήσει κι η πύρη δε θα δικήσει να ψηστούνε τα έρμα μας τα καρβέλια. Θα γέν’νε λαγάνες. Βιάσου και μη χασομεράς να χαρείς, η μέρα ξεθύμανε», συμπλήρωσε γλυκά.

Η Λενιώ, ένα δεκάχρονο κορίτσι με ολοφέγγαρο πρόσωπο, που στεφάνωναν δυό κατάξανθες  πλεξούδες, ήτανε πάντοτε υπάκουη στις υποδείξεις της μάνας της. Παρόλο που ήταν παιδί, αυτό δεν την εμπόδιζε να είναι σε όλα της συνεπής. Στο σχολείο, στο διάβασμα, στις δουλειές, αλλά και στα θελήματα της γειτονιάς. 
«Πότε βγαίνουνε τα παγανά;», ρώτησε με διάθεση πειραχτική τα μάνα της. «Άστα να βγούνε να ιδούμε πώς είναι στ’ αλήθεια κι εμείς οι μικρότεροι. Όλο παγανά ακούμε και παγανά δε βλέπουμε», συνέχισε με ύφος περιπαιχτικό, ώστε να ακουστεί κι από τις γριούλες που έκαναν χάζι το διάλογο μάνας και κόρης, καθισμένες ένα γύρο στα πεζούλια της αυλής, πάνω στα υφαντά μαξιλάρια τους.

«Μη τα γελάς ευτά τα πράματα μωρ’ κοπελούλα μου», ακούστηκε η φωνή της θειά - Σταμάτας, μιας ενενηντάχρονης γριούλας με καλοσυνάτο βλέμμα που ξεπηδούσε σα φωτιά από τα βαθουλωμένα μάτια της και φωνή που σιγότρεμε, περισσότερο ίσως απ’ το θέμα της κουβέντας, παρά απ’ την υγρασία του δειλινού. «Ο Θεός να δώκει, ποτέ να μην απαντήσεις ευτηνούς τσου διαόλους. Ούτε συ, ούτε και καένας άλλος. Γλέπεις, σε λίγες ώρες θα’ χουμε Χ’στόεννα και οι μαγαρισμένοι θα κοπιάσο’νε και θα τρυπώσνε όθε βρούνε βεράνι. Σκαλώνουνε στα κεραμίδια και σαλτάνε μέσα στα μπουχαριά μέχρι να πεις αλεύρι. Με τα νύχια τσου γαντζώνουνται απ΄ τσου τοίχους  και πάνε ολούθε. Αλωνίζουνε ούλη νύχτα και δεν αφήνουνε τίποτα ορτό. Πίν’νε το λάδι απ’ τα λαδοφάναρα του δρόμου. Κλέβ’νε τσι κότες, και τα’ αβγά τα καταπίνουνε ακέρια με τα τσόφλια, κουφών’νε τα κολοκύθια,   βυζαίν’νε το γάλα απ’ τσι προβατίνες και κάν’νε μεγάλες καταστροφές», κατέληξε η γριούλα. 
«Εσύ έχεις δει παγανό θειά Σταμάτα;» βιάστηκε να ρωτήσει με αληθινό ενδιαφέρον η Λενιώ. «Πώς είναι, θα μας πεις;». 
Η γιαγιούλα δε φάνηκε πρόθυμη ν’ απαντήσει. Ήταν φανερό πως η Λενιώ δεν πίστευε τίποτα απ’ όλα αυτά, όπως και τ’ άλλα παιδιά που μαζεύτηκαν, σαν κάποιος να έδωσε το μυστικό σύνθημα και στριμώχτηκαν γύρω από τη θεια Σταμάτα, με μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα ν’ ακούσουν για τα παγανά. Η επιμονή όμως της μικρής  και το βουητό απ’ το παιδικό μελίσσι, φάνηκαν σιγά- σιγά να λύνουν τη γλώσσα της. «Καλά, καλά», άρχισε να μιλάει, κουνώντας τα κοκαλιάρικα χέρια της με τρόπο κατευναστικό στην ανυπομονησία των παιδιών.

«Θα σας μολοήσω μοναχά ευτά που είδα ‘γώ η ίδια, σαν ήμουνε κοπελούλα σα και τη Λενιώ, κι ακόμα, μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι σα να’ τανε εψές.  Ήτανε παραμονή Χ΄στόεννα - καλή ώρα σα και σήμερα -και το σίρ’πο μ’ ήβρηκε κας το π’γάδι ζαλικωμένη με τ’  αγγειό που μου’ χε δώκει η μάνα μου να το γιομίσω. Αφού το πίθωσα στο κ’λούρι κι ετοιμάστ’κα να το φορτώσω στο κεφάλι μου,  οπούχα έτ’μη τη ποδολόα για να το κουβαλήσω, ετήταξα μέσα στο νερό , κι αμέσως μου εικάστηκε πως είδα ένα λάμπασμα να με τ’ράζει μες τα μάτια. Μ’ έπιασε τρεματούρα και τρέχαξα πίσω δελέγκου, αλλά πρόκαμα να ιδω ένα κοντό μαυριδερό -πλάσμα, με μυτερή μουσούδα και δόντια μεγάλα σα καπρί, ντυμένο απ’ τη μέση και κάτω μ’ ένα γκρίζο γιδοτόμαρο, να με τ’ράζει. Μέχρι να ξανασάνω από την τρομάρα μου και να κάμω το σταυρό μου, το παγανό εβούτ’ξε στο π’γάδι και χαηπώθκε. Από το φόβο όπου επήρα, έριξα κι έσπασα τη στάμνα. Τα σκούξα μου ακουστήκανε ως το χωριό και πολλοί συγχωριανοί ετρέξανε να ιδούνε τι συμβαίνει. Τους διηγήθηκα τι είχα αντικρίσει και τους παρακάλεσα να φωνάξ’νε τον παπά για να αγιάσει το πηγάδι μπας και ξεμαγαρ’στεί.

«Αν έρτει ο παπάς, θά’ ρτει για να  διαβάσει εσένα, θεόμουρλη», ακούστηκε να λέει η μάνα μου, μανιωμένη για το αγγειό όπ’ ετσάκισα. Δεν είχα ανάκαρα να τση γυρίσω το λόγο. Τόσο αυτήνη, όσο και οι χωριανοί, αν αντιγάριζα θα με λέγανε αλαφροΐσκιωτη. Έτσι, δεν έβγαλα μπαμπαξά, μάξωξα τα πετούνια τση στάμνας μη τα πατήσει καένας και συγιριστεί και τράβηξα ντρίτα για το χωριό, με κειόνε το  βερτζεβούλη να μη λέει να φύει απ’ το μυαλό μου.

Όχι πως σκιαζόμουνα τόσο, όσο τρωόμουνα απ’ την περιέργεια να μάθω πούθε σάλτησε ετούτο το πλάσμα και πού στο δαίμονα εξαφανίστηκε, έτσι σαν αστραπή… 
Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, σαν απόλυσε η εκκλησά, πήα στον παπά Βαγγέλη και του τα’ πα ούλα χαρτί και καλαμάρι. Ήτανε ο μόνος που έδειξε να μπιστεύεται την ιστορία μου, και μάλιστα έδειχνε συλλοϊσμένος μόλις άκ’σε τα καθέκαστα. «Χρόνια έχω ν’ ακούσω γι’ αυτούς τους σατανάδες κόρη μου», είπε ο παππούλης. «Ποιος ξέρει γιατί εμφανίστηκε σε σένα. Μάλλον κάπου κοντά στο πηγάδι θα έχουνε τη φωλιά τους και τα ενόχλησες. Το δωδεκάημερο κόρη μου, τα νερά είναι αβάφτιστα», μου’ πε με ύφος ξεματοχινό. «Αυτά τα μιάσματα, όλο το χρόνο πασχίζουνε να πελεκήσουνε το δέντρο της Γης με τα πριόνια και τα σκεπάρνια τους, αλλά ευτυχώς κατά πως φαίνεται, δε τα ’χουνε καταφέρει ακόμα. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν, μόλις τελειώσει το Σαρανταλείτουργο, αφήνουνε τη δουλειά τους μισοτελειωμένη, και μεθυσμένα απ’ τις μυρωδιές που βγάζουνε οι φούρνοι με τα ψωμιά, τα γλυκά και τα κουλούρια, παρασύρονται και ανεβαίνουνε στη Γη, απ’ όπου βρούνε την κοντινότερη ποριά, μά κοντά σε ρίζα βράχου, μά μέσα από κουφάλα δέντρου ή ακόμα και κάτω απ’ τα πηγάδια. Καθώς όμως βγαίνουνε στο φως τυφλώνονται, μιας και είναι μαθημένα να ζούνε στο σκοτάδι, σα τους ασπάλακες, κι έτσι προτιμούν να ξεμυτίζουνε τη νύχτα. Το δικό σου το παγανό, φαίνεται πως παραήτανε ζαβό και ξεπήδησε απ’ τη φωλιά του, προτού δύσει ο ήλιος για τα καλά. Τυχερή είσαι που ξαφνιάστηκε πιότερο αυτό από σένα κι εξαφανίστηκε. Φαίνεται όμως, πως αφού βρήκανε ποριά στο χωριό μας, θα μας ξανάρθουνε και μάλιστα σύντομα». Μ’ αυτά τα λόγια ο παπά Βαγγέλης επήρε την αγιαστούρα του κι αρχίνισε να μουρμουρίζει κάτι αλαμπουρνέζικα, λέγοντάς μου να μην ξαναπάου στο π’γάδι το απόγιομα.

«Ούτε και το πρωί ξαναπατάου παπά μου!», τού’πα κοφτά κι έφυβγα να βρω τσι φιλενάδες μου με  ανυπομονησία για να τους πω τα καθέκαστα. Ο παπά Βαγγέλης, ο Θεός να αναπάψει  τη  ψ’χούλα του, μετά τη λειτουργία της Κυριακής, είπε στσου χωριανούς να είναι πολύ προσεχτικοί. «Τα παγανά, τέκνα μου, ξεπετιούνται μέσα απ’ το σκοτάδι και για όλο το δωδεκάημερο περιπλανιούνται στα σοκάκια μας, πηδάνε στα κεραμίδια των σπιτιών μας και χώνονται στα κοτέτσια και στις στάνες μας ψάχνοντας να χορτάσουνε την πείνα και την περιέργειά τους. Να έχετε ανοιχτά τα μάτια σας και να μην κυκλοφορείτε τη νύχτα, γιατί αν σας ξεμοναχιάσουνε μπορεί να πάθετε κακό. Σταυρώστε τις πόρτες απ’ τα σπίτια και τα’ αχούρια σας και κάντε υπομονή μέχρι των Φώτων που θα αγιάσουμε τα νερά και τις στάχτες απ’ τα μπουχαριά. Μόλις ακουστεί το ‘‘εν Ιορδάνη”,  οι γυναίκες να πάρουνε στο φαράσι τους λίγη στάχτη και να την αποθέσουνε στα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού τους, για να φύγουνε τα παγανά από κει που ’ρθανε», είπε στο τέλος και απ’ ότι θυμάμαι γλίτωσε τσου χωριανούς από πολλά βάσανα.

Αυτά γινήκανε που λέτε παιδιά μου τότες. Πάνε κοντά ογδοήντα χρόνια, και τα θυμάμαι σα να’ ναι εψές. Τώρα αν εσείς οι νέοι τα γελάτε όλα ετούτα, τι να σας πω;» τελείωσε τη διήγησή της η θειά Σταμάτα «καλότυχα να είστε να μην τα απαντήσ’τε ποτές».
Η Λενιώ, κοίταξε προς τη μεριά της μάνας της και την είδε να έχει πάρει θέση δίπλα στο φούρνο περιμένοντας να ψηθούν τα Χριστοκούλουρα, σκεπασμένη μ’ ένα χοντροσκούτι, σα να φύλαγε σκοπιά. Η φεγγαρόλουστη νύχτα είχε πια απλώσει τα πέπλα της και είχε σκεπάσει το χωριό για τα καλά. Την πλησίασε και κάθισε κοντά της για να της κάνει παρέα. «Έβαλε ψύχρα καμάρω μου», είπε η μάνα μόλις είδε τη Λενιώ να κάθεται δίπλα της. «Καλύτερα χάειντε σπίτι να π’ρωθείς και θα’ να΄’ρτω κι εγώ. Δε θα αργήσ’νε να γένουνε τα ψωμιά μας, ας μην πονιτάρουμε και οι δύο. Σύρε κι έφτασα», είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Η Λενιώ, χωρίς ν’ αποκριθεί στην προτροπή της μάνας της, σηκώθηκε με αργές κι απρόθυμες κινήσεις και τράβηξε για το δρόμο που οδηγούσε στην άκρη του χωριού, εκεί που βρισκόταν το σπίτι τους. 
Ένας ήρεμος αέρας της ανακάτευε τα μαλλιά, κουβαλώντας στα ρουθούνια της την τσίκνα απ’ τα λαδοφάναρα του δρόμου, που σήμερα είχαν παραδώσει το ρόλο τους στ’ ολόφωτο φεγγάρι. Η ασημοστολισμένη νύχτα άστραφτε στην καρδιά του χειμώνα και η ομορφιά της, καθρεφτιζόταν με μικρές διακοπές, στα λιόφυλλα που χόρευαν αργά και νωχελικά στις προσταγές του ανέμου.

Το κορίτσι, αφού χόρτασε με τα μάτια και τα ρουθούνια του την αρμονία της φύσης, τάχυνε το βήμα της, γιατί άρχισε να σκέφτεται όλα όσα άκουσε πριν, από τη θειά Σταμάτα. Εκεί που πάλευε να διαψεύσει μέσα της τη διήγηση της γριάς, ένας αόριστος φόβος την έζωνε κι έκανε την καρδιά της να βροντάει, σαν έτοιμη να βγει  από το στήθος της. Ο δρόμος λιγόστευε και τα πόδια της έκαναν κουράγιο να την κρατήσουν λίγο ακόμα μέχρι να φτάσει. 
Απ’ τη στροφή του μονοπατιού που οδηγούσε στην τελευταία ανηφόρα προς  το σπίτι, φαινόταν αντίκρυ της Μάρως το Λαγκάδι, ένα πυκνό ρέμα γεμάτο κουμαριές, δάφνες κι ασφελαχτούς, αδιάβατο από πολλά χρόνια και γεμάτο θρύλους για καθετί το απόκοσμο και το φρικιαστικό. Λες κι όλα τα λαμπάσματα και τα αερικά του χωριού είχανε βρει καταφύγιο σε κείνο το λαγκάδι… Τι κι αν η σελήνη πάσχιζε να το γλυκάνει με τ’ αργυρόχρωμο φως της; Η Λενιώ, έβλεπε πάνω απ’ τις σκουρόχρωμες συστάδες των θάμνων να πετάνε παγανά, οργές και τριβόλια με μακριές ουρές, νύχια κοφτερά και πρόσωπα αποκρουστικά κι απαίσια, έτοιμα να ρουφήξουνε την ψυχή όποιου τολμούσε να ζυγώσει για να διασχίσει το λαγκάδι.

Με μια ανάσα, κατάπιε τα λίγα μέτρα που είχαν απομείνει και με λαχτάρα ανείπωτη, άρπαξε με δύναμη και βρόντηξε το ρόπτρο της πόρτας. «Πατέρα άνοιξε! Άνοιξέ μου να χαρείς!» φώναξε με αγωνία, με όση φωνή είχε απομείνει ακόμα στο λαρύγγι της. Οι λίγες στιγμές που πέρασαν μέχρι να ανοίξει η πόρτα, της φάνηκαν αιώνας. Μόλις τον αντίκρισε, όρμηξε στην αγκαλιά του, έχωσε το πρόσωπό της στον κόρφο του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του για ώρα πολλή. 
Μόλις συνήλθε και διηγήθηκε στον έκπληκτο πατέρα της τα καθέκαστα, εκείνος γέλασε καλοσυνάτα και της είπε «Γι’ αυτό έκοψες το αίμα σου κοπέλα μου; Ευτά παθαίνει όποιος ακούει ξεκουτιασμένες γριές χριστουγεννιάτικα. Η θειά Σταμάτα έχει φυράνει από χρόνια στο μυαλό σα παλιοπροβάτινα. Αυτήνη δε θυμάται τι έφαε  και θα θυμάται τι έγινε εδώ και τόσα χρόνια; Τα παγανά είναι για τους αλαφροΐσκιωτους. Σύρε να στρώσεις το μεσάλι στην τάβλα να φάμε, μέρα που ’ναι. Όπου να ’ναι θα κοπιάσει κι η μάνα σου με τα φουρνίσματα», κατάληξε κι αρπάζοντας τη σιδερένια μάσα, άρχισε να τσιγκλάει και να ξεσπιθίζει τα κούτσουρα που τρίζανε στο τζάκι.
Το φεγγάρι, δεν είχε ακόμα αποφασίσει να γύρει πίσω απ’ τις κορφές των κυπαρισσιών κι ένας παράξενος βόμβος, σαν ποδοβολητό από οπλές ζώων αντήχησε στις πλάκες του μονοπατιού  που οδηγούσε στον αυλόγυρο του σπιτιού.  Ο πατέρας, ανασηκώθηκε απ’ τη ξύλινη καρέκλα του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, μα δίχως αποτέλεσμα. Ενώ σιγά- σιγά ο θόρυβος έσβηνε και ο απόηχος των βημάτων απλωνόταν ακόμα στη σιγαλιά της νύχτας, δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτα, ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο. Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόταν να καθίσει και πάλι, ένας οξύς κρότος από κεραμικό που σπάει τον τίναξε στον αέρα και τον έκανε να βγει ορμητικά έξω απ’ το σπίτι, κρατώντας σφιχτά τη μάσα στο χέρι του. Μπροστά στα πόδια του, ήταν ένα κεραμίδι που είχε γίνει χίλια κομμάτια.

«Μα τι στο καλό γίνεται;» αναρωτήθηκε. «Κανιά παλιόγατα θα κυνηγιέται στη σκέπη», σκέφτηκε, προσπαθώντας να απομακρύνει έναν αόριστο φόβο που έσκιαξε στιγμιαία  τη γιορτινή του διάθεση.
«Τι ήταν εκειό οπ’ όσπασε άντρα μου;», ρώτησε διακόπτοντας τις σκέψεις του  η γυναίκα, που είχε προβάλει στο καταπόρι κρατώντας ένα καλάθι με ζεστά κουλούρια κι έχοντας στο κεφάλι της ένα μεγάλο ταψί με χριστόψωμα, που άχνιζαν μοσχοβολώντας. 
«Τίποτα, τίποτα, μάλλον κανιά γάτα θα ’τανε», απάντησε κοφτά ο πατέρας, χωρίς να πει κουβέντα για το ποδοβολητό που ακούστηκε λίγο πριν σπάσει το κεραμίδι. «Διάβα μέσα και κάνει τάραμα», συμβούλεψε τη γυναίκα του και αφού τη βοήθησε να απιθώσει το κατάφορτο ταψί, βιάστηκαν να νιώσουν τη θαλπωρή που χάριζε απλόχερα το φουντωμένο τζάκι.

Η Λενιώ, είχε στρώσει το τραπέζι κι ετοιμαζόταν να ρωτήσει τον πατέρα της για τους παράξενους θορύβους, μιας και κάτι είχε διακρίνει αμυδρά απ’ το παράθυρο της σοφίτας, όταν μια πνιχτή κραυγή που βγήκε απ’ το λαρύγγι της μάνας της, την έκανε να τα χάσει : «Α! πού επήανε οι δυο κ’λούρες;» φώναξε με έκπληξη η γυναίκα.
«Απ’ τα εφτά ψωμιά που επήρα απ’ το φούρνο εμείνανε στο τεψί τα πέντε. Στιγμή δε τα κατέβασα απ’ το κεφάλι μου» συμπλήρωσε τρέμοντας. Η γεμάτη πανικό αντίδρασή της,  μεταδόθηκε αμέσως και στους άλλους δυο. 
Ο πατέρας, που έπρεπε να κρατήσει γερά το τιμόνι του σπιτιού την ώρα του φόβου, ρώτησε τη μάνα μήπως έγινε λάθος στο ξεφούρνισμα, ή μήπως μπερδεύτηκε και πήρε άλλο χάλκωμα με λιγότερα χριστόψωμα. Όχι έγνεψε κατηγορηματικά εκείνη. «Δεν εμουρλάθηκα ακόμα μαθές. Τα ψωμιά ήτανε εφτά όταν εμπήκανε, κι εφτά όταν εβήκανε. Τα μέτρησα καλά πριν τα φορτώσω στο κεφάλι μου», είπε κοφτά, ρίχνοντας μια αυστηρή ματιά στον άντρα της. «Και ποιος τα πήρε κάνε;» απάντησε ο πατέρας «καένας αητός ήρθε και στ’ άρπαξε απ’ το κεφάλι χωρίς να πάρεις χαμπέρι;», πρόσθεσε με μια διάθεση περιπαιχτική, -όχι μόνο για να καθησυχάσει τη γυναίκα του αλλά για να διαλύσει τις υποψίες που είχαν αρχίσει να ριζώνουν για τα καλά στο κεφάλι του.

«Το πράμα είναι φως φανάρι πατέρα», πετάχτηκε η Λενιώ. «Τα παγανά τα πήρανε απ’ το κεφάλι τση μάνας και ανεβήκανε στα κεραμίδια να τα ρουμπώξ’νε. Αυτά ετσακίσανε και το κεραμίδι, κι αυτά ακουστήκανε να τρέχουνε προς τα δω. Ούτε γάτες, ούτε κουρνάκλες!  Ευτήνοι οι διαόλοι ήτανε. Παίρνω όρκο πως τσ’ είδα να φεύουνε σαλτώντας. Τα ποδάρια τους έχ’νε ανύχια από τραγιά και γρούνια. Πάρτε το απόφαση πως μέχρι του Φωτώνε ευτά θα’ χουμε και μακάρι να μας λείπουνε μοναχά τα ψωμιά», τόνισε με ύφος ειδικού το κορίτσι, αφήνοντας άφωνους τους γονείς της που την κοιτούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα.

Η αλήθεια είναι ότι και οι ίδιοι κάτι τέτοιο σκέφτηκαν, μα δε τολμούσαν να το ξεστομίσουν, όπως κάνουν άλλωστε όλοι οι μεγάλοι όταν χάνουνε τον παιδικό αυθορμητισμό. 
Το επόμενο σούρουπο, ανήμερα τα Χριστούγεννα, η μάνα της Λενιώς άφησε με τρόπο έξω απ’ το σπίτι ένα καρβέλι, ένα μπουκάλι γάλα και μια πιατέλα μουστοκούλουρα, όχι γιατί αγάπησε στα ξαφνικά τα παγανά, αλλά «για να τα καλοπιάσει και να γλιτώσει το κοτέτσι και τα μαρτίνια τση από τη λιμασά τσου», όπως εξομολογήθηκε στην κυρά- Ζαχαρένια, μια καλοσυνάτη γειτόνισσα με ροδαλό πρόσωπο και μάτια βαθυγάλανα γεμάτα αθωότητα.

«Θα αφήκω κι εγώ κατιτίς αύριο όξου», είπε η γυναίκα καλόπιστα, κυριευμένη απ’ το δέος που φέρνει μια τόσο ξαφνική αποκάλυψη, κάνοντας όμως τον άντρα της, τον κυρ Παναγιώτη, που καθόταν στο πεζούλι, υπομένοντας τη βραδινή ψύχρα και ακούγοντας με περιέργεια το διάλογο, να ξινίσει τα μούτρα του : 
«Ευτό μας έλειπε τώρα, να ταΐζουμε και τα παγανά. Εδώ δυσκολευόμαστε να ταΐσ’με  τα παιδιά μας! Εμουρλαθήκατε μέρες πού’ ναι…» κατέληξε με μια έκφραση αποδοκιμασίας προς τις δυό φίλες. Δεν πρόφτασε όμως να αποσώσει την κουβέντα του και μια κολοκύθα έσκασε με πάταγο στο κεφάλι του κι έγινε χίλια κομμάτια, γεμίζοντας την αυλή με πορτοκαλί χρώμα και εκατοντάδες σπόρια. Οι δυό γυναίκες έκπληκτες, σήκωσαν τα μάτια προς το υπόστεγο της αποθήκης και μόλις που πρόφτασαν να διακρίνουν ένα τριχωτό μαυριδερό πόδι με οπλή κατσικιού να κρύβεται βιαστικά  στη φυλλωσιά της διπλανής κουμαριάς. Η κυρά Ζαχαρένια απ’ την τρομάρα της δε μπορούσε ν’ αποφασίσει τί έπρεπε να κάνει: Να βοηθήσει τον άντρα της που κράταγε το πονεμένο του κεφάλι και βογκούσε σα να έπεσε πάνω του ο ουρανός, ή να κυνηγήσει το κατσικοπόδαρο πλάσμα να το δει καλύτερα και πιο καθαρά; Οι κραυγές του συζύγου της αλλά και ο φόβος, την οδήγησαν κοντά του. 
«Πώς ήρτε ετούτο το βλιασμένο το κολοκύθι στο κεφάλι μου;», απόρησε φωνάζοντας με θυμό. «Να φχαριστάς το Θεό που δεν σου πέταξε το θερίο», απάντησε η γυναίκα του, κοιτάζοντας προς το ράφι του υπόστεγου που  αναπαύονταν καμιά δεκαριά κολοκύθες, ποστιασμένες εκεί απ’ το Σεπτέμβρη για να ωριμάσουν.
 «Τηνε πέταξε; Ποιος  τηνε πέταξε; Δεν κύλησε μοναχή τση δα;», ρώτησε ο δύστυχος άντρας, με μια έκφραση απορίας στα μάτια του. 
«Το παγανό την έριξε! Σ’ άκουσε που δεν ήθελες να τσ’ αφήκ’με φαΐ και σε ταχτοποίησε. Του’ δα να φέ’ει σαλτώντας απάς την κουμαριά. Ποιος ξέρει που εχαειπώθηκε τώρα», απάντησε η γυναίκα.

Ο κυρ Παναγιώτης, ρίχνοντας μια ματιά στη μάνα της Λενιώς, για να βεβαιωθεί πως η γυναίκα του δε τον κορόιδευε, ξαφνικά σοβάρεψε.
Το βλέμμα της, δε του άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες. Τα παγανά υπάρχουν και παραλίγο να του ανοίξουν το κεφάλι σαν… κολοκύθα.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του παππού του, που τις έπαιρνε για παραμύθι όταν τις άκουγε, τα παγανά βγαίνουν στο χωριό απ’ την κουφάλα μιας γέρικης ελιάς λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι τους, στο τέρμα του χωριού. Μια παραμονή Χριστουγέννων μάλιστα, που ο παππούς του ερχόταν καθυστερημένος απ’ το χωράφι κι έτυχε να περνάει από κει φορτωμένος με τα’ αγαθά για το γιορτινό τραπέζι, του φάνηκε σα να άκουσε να ξεκαρδίζονται στα γέλια,  γριές χιλιοχρονίτικες. Ακολουθώντας τον ήχο, βρέθηκε πάνω από μια άπατη τρύπα που ξεκίναγε απ΄ την κουφάλα της ελιάς, νοιώθοντας ένα ρίγος να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά του, και τα πόδια του να βαραίνουν, βιδώνοντας το σώμα του στο χώμα. Ξάφνου, ένα πέπλο ομίχλης τον σκέπασε και η ανάσα του έγινε βαριά και δύσκολη. Μια δίνη τον τραβούσε προς τα έγκατα του δέντρου και τα στριγκά γέλια που ακουγότανε απ’ τα γέρικα λαρύγγια,  μετατράπηκαν σε ένα απόκοσμο μουγκρητό.  «Φτάσανε τα παγανά», σκέφτηκε έντρομος. Μαζεύοντας όλο του το κουράγιο, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και ξεκολλώντας με αγωνία τα παγωμένα του πόδια απ΄ τη γη, έτρεξε με όλη του τη δύναμη για το χωριό, αφήνοντας ως λάφυρα στους καλικατζάρους, τα καλούδια που έφερνε απ’ το χωράφι μέσα σ’ ένα μεγάλο τρίχινο σακί: τρία κεφάλια τυρί, δυο κεσέδες γιαούρτι και δυο κοκόρια χρονιάρικα, καλοταϊσμένα.
Αυτά σκεφτότανε ο καημένος ο σύζυγος της κυρά Ζαχαρένιας, όταν τον διέκοψε η κατσαρή φωνή της Λενιώς: «Μην επέρασε η μάνα μου εδώθε κυρ Παναγιώτη; Την ψάχνουμε χριστουγεννιάτικα να κάτσουμε να φάμε, αλλά έγινε άφαντη. Βλέπεις εψές με τα παγανά, πού μυαλό για το τραπέζι; Τά’ μαθες μου κάζει…».
«Μωρέ τά έμαθα από πρώτο χέρι καμάρω μου», απάντησε με εύθυμη διάθεση ο άντρας, δείχνοντας το δεμένο του κεφάλι και ιστορώντας στη Λενιώ το τι είχε συμβεί.
«Απ’ ότι φαίνεται, Χριστούγεννα χωρίς παγανά δε γένονται κυρ- Παναγιώτη», ακούστηκε η τρεμουλιαστή φωνή της θειά Σταμάτας που στεκόταν δίπλα στη λιθιά της αυλής, κρατώντας μια πιατέλα με μελωμένες δίπλες. «Κάλλιο να τα γλυκάν’με παρά να σκιαζόμαστε να βγούμε απ’ το καταπόρι μας. Έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο ζαβά που ποτέ τσου δε πιτυχαίνουνε ευτό που πολεμάνε τόσα χρόνια. Κάμτε κοράγιο  ως  του Φωτώνε το λοιπόνου και μην αλησμονήσεις να πεις τση Ζαχαρένιας να σταχτώσει τ’ αγκωνάρια απ’ το κονάκι», τον συμβούλεψε και τράβηξε για το σπίτι της κόρης της λίγο παρακάτω για να καλοπιάσει τους καλικατζάρους.
Η Λενιώ, ακούγοντας τα λόγια της γριούλας και  έχοντας πλέον απαλλαγεί από κάθε φόβο για τα σκοτεινά τούτα πλάσματα, σκέφτηκε πως και οι τρείς τους, η ίδια, ο κυρ Παναγιώτης και η θειά Σταμάτα, ήταν απ’ τους λίγους και τυχερούς που  είχαν δει παγανά. «Αχ και να μπερδεύανε τσι ποριές και να ξεμένανε μερικά πίσω», μονολόγησε, μα αμέσως το μετάνιωσε, καταλαβαίνοντας πως ήταν εγωιστικό, η δική της επιθυμία, να διαταράξει μια  τάξη ριζωμένη στα  βάθη των αιώνων.  
«Χρόνια πολλά κυρ Παναγιώτη», ευχήθηκε το κορίτσι,  «μου φαίνεται σα ν’ άκουσα τη μάνα μου εδώ παραπάνου», είπε και βγήκε, κλείνοντας πίσω της την ξύλινη αυλόπορτα.

Η Λενιώ, κατάλαβε πως η μαγεία του μυστηρίου που περιβάλλει τα παγανά, είναι ζυμωμένη με το πνεύμα των Χριστουγέννων και συνειδητοποίησε, με μεγάλη ικανοποίηση ότι ήτανε μια απ’ αυτούς τους «αλαφροΐσκιωτους» που τα είχανε συναντήσει, έστω φευγαλέα και βιαστικά…
Οι γιορτές πέρασαν ήσυχα και οι πιατέλες με τα γλυκίσματα έξω απ’ όλα τα σπίτια του χωριού, γέμιζαν το σούρουπο κι άδειαζαν τη νύχτα…
Οι διηγήσεις των κατοίκων του χωριού, αλατισμένες με μικρές δόσεις υπερβολής, μαζί με τις σκιές ή τις αστραπιαίες εμφανίσεις των απόκοσμων πλασμάτων, που για λίγες μέρες έρχονταν από τα σπλάχνα της γης, για να γευτούν  τις χαρές των ανθρώπων, ήτανε οι πιο ζωηρές πινελιές στο χριστουγεννιάτικο καμβά.
Το ποτάμι της ζωής, κουβαλάει στη ροή του, μαζί με τα καθημερινά γεγονότα, και πολύτιμα ψήγματα μαγείας, που κάνουν τις ζωές των ανθρώπων  πιο λαμπερές, πιο ενδιαφέρουσες κι ελκυστικές, στο διάβα των αιώνων. 
Και η γοητεία της αγνής πίστης, απέδειξε για ακόμα μια φορά πως μπορεί να πιαστεί και να προκόψει ακόμα κι ανάμεσα σε δυό ολότελα διαφορετικούς κόσμους: Αυτόν των ανθρώπων κι εκείνον των ξωτικών.

 

Γλωσσάρι
Παγανά    Καλικάντζαροι
Δωδεκάημερο    Η Περίοδος από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα
Πάστρα    Σχολαστική Καθαριότητα
Κασέλες    Ξύλινα Μπαούλα
Γουρμπάτσια    Εορταστικό αρτοσκεύασμα σε σχήμα οκταριού
Κλαρίδες    Λεπτά κλαδιά 
Δαυλιά    Χοντρά ξύλα
Σούδαυλο    Ξύλινο φτυάρι φούρνου
Πλακούτσα    Πλακωμένο Ζυμάρι
Μπομπότα    Καλαμποκόψωμο ή καλαμποκόπιτα 
Ανάγκασε    Βιάσου
Χασομεράς    Χάνει Χρόνο
Βεράνι    Άνοιγμα
Μπουχαριά    Τζάκια
Γαντζώνουνται    Πιάνουν Με Τα Νύχια
Αλωνίζουν    Περιφέρονται Παντού
Ορτό    Όρθιο
Κουφών’νε    Αδειάζουν από μέσα
Σίριπο     Σούρουπο
Ζαλικωμένη    Φορτωμένη
Αγγειό    Κεραμικό δοχείο, αμφορέας
Κλούρι    Εδώ το χριστόψωμο
Ποδολόα    Κυκλικό πλεγμένο πάνινο «κουλούρι» για να προστατεύει το κεφάλι των γυναικών που κουβαλούσαν πράγματα
Ετήραξα    Κοίταξα
Εικάστηκε    Μου φάνηκε
Χαηπώθκε    Εξαφανίστηκε
Σκούξα    Ουρλιαχτά
Αντιγάριζα    Αντιμιλούσα
Μπαμπαξά    Κουβέντα, τσιμουδιά
Πετούνι    Κομμάτι κεραμιδιού
Ξεματοχινό    Κατάλληλο
Ποριά    Πέρασμα
Ζαβό    Ανόητο
Απόγιομα    Απόγευμα
Εψές    Χθες 
Μπιστεύεται    Πιστεύει
Αγκωνάρια    Γωνίες Σπιτιού
Κονάκι    Σπίτι
Καταπόρι    Κύρια Πόρτα
Να Π’ρωθείς    Να Ζεσταθείς
Πονιτάρουμε    Κρυολογήσουμε, συναχωθούμε
Λαγκάδι    Ρέμα
Ασφελαχτούς    Αγκαθωτούς Θάμνους
Λαμπάσματα    Τρομακτικά πλάσματα της φαντασίας
Αερικά    Ξωτικά
Έκοψες το αίμα σου    Φοβήθηκες πολύ
Ξεκουτιασμένες    Ανοϊκές
Παλιοπροβάτινα    Εδώ η ξεκουτιασμένη γριά
Ποστιασμένες    Στοιβαγμένες
Κουρνάκλες    Καρακάξες
Λιμασά    Λαιμαργία
Μαρτίνια    Πρόβατα
Χιλιοχρονίτικες    Πολύ Γερασμένες