Διηγήματα

Συσσίτιο

Συσσίτιο

[ Στα χρόνια της Κατοχής, 1941-1944, στην Αθήνα. ]

Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το ’λεγε ο Γιάννης κι ο Αχιλλέας […]. Γέμισαν τα ντουβάρια με μεγάλα κόκκινα και πράσινα γράμματα –πού και πού έβλεπες και μπλε– κι όταν η Αθήνα ολόκληρη είχε γίνει ένα απέραντο αλφαβητάριο, τότε κουβάλησαν στα σχολεία κάτι τεράστια μαύρα καζάνια.

Οι βόλοι

Οι βόλοι

[ Ο Αντώνης και τ’ αδέρφια του (η Αλεξάνδρα, η Πουλουδιά και ο Αλέξανδρος) περνούν το καλοκαίρι στο αρχοντικό των θείων τους στην Καστέλα, στον Πειραιά. (Γύρω στα 1900.) ]

Τι ωραία που ήταν η ελευθερία στο βράχο της Καστέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς.

Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Θα ’θελα να ξέρω αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Από το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει ―εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ»― και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις.

Σελίδες