Λαϊκά παραμύθια

Οι μουζικάντες

Οι μουζικάντες

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός κι είχεν ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος εγέρασε κι ο γεωργός πήγε και τον έδεσε έξω να ψοφήσει.

Από κει πέρασεν ένας κυνηγός κι είχεν ένα σκυλί, αλλά δεν το ήθελε πια, γιατί εγέρασε και δεν έβγαζε τους λαγούς.

Ο σκύλος εστάθηκε κι ερώτησε το γάιδαρο:

– Τι κάνεις, καημένε γάιδαρε, εδώ;

Λέει ο γάιδαρος:

– Μ’ έδεσεν εδώ τ’ αφεντικό μου να ψοφήσω, γιατί εγέρασα.

– Και μένα μ’ έδιωξεν ο δικός μου, γιατί δεν βλέπω πια τους λαγούς.

– Έρχεσαι, του λέει ο γάιδαρος, να πάμε να γίνουμε μουζικάντες;

Ο σπουργίτης, το χελιδόνι και το μυρμήγκι

Ο σπουργίτης, το χελιδόνι και το μυρμήγκι

Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στην άκρη της στέγης, ήταν κι η φωλιά ενός σπουργίτη. Μια μέρα φυσούσε κρύος άνεμος κι άρχισε να βρέχει. Το χελιδόνι δεν ηύρε τίποτα να φάει. Μέσα στα θεμέλια του τοίχου είχε τη φωλιά του ένα μυρμήγκι. Το χελιδόνι επήγε και παρακάλεσε το μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαΐ κι ύστερα που θ’ ανοίξει ο καιρός να του το δώσει διπλό. Το μυρμήγκι ήθελε και δεν ήθελε, γιατί ήταν πολύ φιλάργυρο, αλλά, άμα άκουσε «διπλό», αποφάσισε και του έδωκε. Ο σπουργίτης τα έβλεπε από πάνω, αλλά δεν έλεγε τίποτε.

Ο παπάς, η αλεπού κι ο γάιδαρος

Ο παπάς, η αλεπού κι ο γάιδαρος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά του:

– Ζέψε μου το γάιδαρο, παπαδιά, να πάω να μαζέψω τα ψυχούδια,* που είναι σήμερα Ψυχοσάββατο.

– Καλά, παπά μου, του λέει η παπαδιά κι επήε και του ’ζεψε το γάιδαρο. Ο παπάς τον καβαλίκεψε κι έφυγε.

Σελίδες