Λαϊκά παραμύθια

Το δελφίνι

Το δελφίνι

Δώδεκα παιδιά έκαμε ο πατέρας μου. Εγώ ήμουνα το πρώτο και το πιο ζωηρό. Ήμουνα τόσο ζωηρός, που ο πατέρας μου για να ησυχάσει, μ’ έστελνε στους συγγενείς μας, πότε εδώ και πότε εκεί. Μια χρονιά, λοιπόν, μ’ έστειλε στον αδελφό του, που ήτανε τελώνης στην Άνδρο. Ο θείος μου αυτός μ’ αγαπούσε πολύ, και κοντά του είχα όλη μου την ελευθερία. Έκαμα, λοιπόν, τρέλες που άφηκαν εποχή. Τι μπάνια, τι βουτιές, τι μακροβούτια, τι λεμβοδρομίες, τι γαϊδουροκαβαλαρίες! Είχα σχηματίσει ένα γκρουπ από δέκα νεαρούς κι είχα γίνει αρχηγός.

Τα δώδεκα αδέρφια που εγίνονταν πουλιά

Τα δώδεκα αδέρφια που εγίνονταν πουλιά

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε δεκατρία παιδιά: δώδεκα αγόρια κι ένα κοριτσάκι.

Πέθανε η βασίλισσα κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε μια κακιά γυναίκα, που δεν τ’ αγαπούσε καθόλου τα παιδιά, κι ήταν και μάγισσα.

Σ’ αυτό το μεταξύ γίνηκε πόλεμος κι ο βασιλιάς έφυγε πολύ μακριά.

Τότε η κακιά μητριά, που εχθρευόταν τα παιδιά, άλειψε την κόρη με πίσσα και την έδιωξε απ’ το παλάτι.

Ο Χριστός μικρός

Ο Χριστός μικρός

Tα σπιτάκια της Nαζαρέτ, «σα φούχτα μαργαριτάρια σε σμαραγδένιο χωνί σκορπισμένα», έφεγγαν κάτασπρα στις πλαγιές του βουνού ανάμεσα σε φουντωτά περιβόλια όλο συκιές, πορτοκαλιές, δράνες και ροδιές. Oι Eβραίοι την έλεγαν «Λαμπάν», το ασπροχώρι, και άλλοι «Λουλούδι της Γαλιλαίας».

Eκεί μεγάλωσε ο Iησούς.

H ζωή του ήταν σαν τη ζωή όλων των παιδιών της Γαλιλαίας.

Γράμματα πολλά δε μάθαιναν· ο ραββίνος (δάσκαλος) του χωριού τούς μάθαινε να διαβάζουν τη Γραφή και τον Nόμο του Mωυσή, και το πολύ πολύ να γράφουν.

Σελίδες