Ντοπιολαλήματα

ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

-Άντερο αμπατάριστο τη νοστιμιά βαστάει, είπε η Ακρίβω απαντώντας στις πιέσεις της μάνας της να πλύνει σχολαστικά τα άντερα απ’ το αρνί για να φτιάξει το κοκορέτσι.
-Σιγά μωρή μη φάμε το σκατό επνουμής εσύ βαριέσαι! Την κατακεραύνωσε η Ζωίτσα, η μάνα της που δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις στην καθαριότητα του κοκορετσιού.  Θα νάρτει κόσμος αύριο να φκηθεί για το πανηγύρι του αδερφού σου κι εσύ θέλεις να μας πιάσει στο στόμα του και να μας πει ανεπρόκοπες και κατελωμένες; Άσε που μπορεί να’ ναι και ο Νικολός ο Βρακατσάνος και να χάσει πάσα ιδέα…

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Είχε αρχίσει να δροσίζει καθώς προχωρούσε το απόγευμα στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, που ήταν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο με το όνομα «Αναπαυτήρια», έξω απ’ το Κατωμέρι.  Τα ψηλά κυπαρίσσια και οι αιωνόβιες ελιές, έριχναν παχύ τον ίσκιο τους πάνω στα μνήματα κι ένα ελαφρό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει. Έτσι, πολλές γυναίκες του χωριού, διάλεγαν αυτή την ώρα για να επισκεφτούν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων.

ΑΦΥΣΚΙΑ

ΑΦΥΣΚΙΑ

-Φάε το στερνό σου και μη ματαχαλέψεις. Ακειό δε σε τσ’τώνω με τίποτααα, είπε η θειά Βασίλω στον εγγονό της το Θοδωρή στο δρόμο από το χωράφι για το χωριό, δίνοντάς του ένα απίδι απ’ το σακούλι της.
-Με π’νάει μωρ βαβά. Η μάνα μ’ λέει πως αξαίνω και γι’ αυτό δε λέου να χορτάσω.
-Ταινία έχεις δα; Απ’ τα πέρσι όσο και να σ’ δώκ’με να φας, δε γένεται τίποτα. Αγιόμοτη η κ’λιά σου. Σα το βαρέλι του Κανατσούρη πού’ τανε τρύπιο και διάβ’κε το λάδι κας τ’ Αραμπή το σοκάκι…

Σελίδες