Μεγανήσι

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Είχε αρχίσει να δροσίζει καθώς προχωρούσε το απόγευμα στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, που ήταν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο με το όνομα «Αναπαυτήρια», έξω απ’ το Κατωμέρι.  Τα ψηλά κυπαρίσσια και οι αιωνόβιες ελιές, έριχναν παχύ τον ίσκιο τους πάνω στα μνήματα κι ένα ελαφρό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει. Έτσι, πολλές γυναίκες του χωριού, διάλεγαν αυτή την ώρα για να επισκεφτούν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων.

ΑΦΥΣΚΙΑ

ΑΦΥΣΚΙΑ

-Φάε το στερνό σου και μη ματαχαλέψεις. Ακειό δε σε τσ’τώνω με τίποτααα, είπε η θειά Βασίλω στον εγγονό της το Θοδωρή στο δρόμο από το χωράφι για το χωριό, δίνοντάς του ένα απίδι απ’ το σακούλι της.
-Με π’νάει μωρ βαβά. Η μάνα μ’ λέει πως αξαίνω και γι’ αυτό δε λέου να χορτάσω.
-Ταινία έχεις δα; Απ’ τα πέρσι όσο και να σ’ δώκ’με να φας, δε γένεται τίποτα. Αγιόμοτη η κ’λιά σου. Σα το βαρέλι του Κανατσούρη πού’ τανε τρύπιο και διάβ’κε το λάδι κας τ’ Αραμπή το σοκάκι…

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

«Ξύπνα Ανέστη, ξύπνα παιδί μου και σε λίγο εξημέρωσε…», σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Γεράσιμος ταρακουνώντας ταυτόχρονα το παιδί πιάνοντάς το απ’ τον ώμο. «Έχουμε δουλειά πρωινή που δεν παίρνει αναβολή. Σήκω μη μας ακουρμαστούνε η μάνα σου και η αδερφή σου, γιατί δε θα μας αφήκ’νε να φύουμε εδώθε με το ζωντανό», συμπλήρωσε, παρατηρώντας με ανυπομονησία τις νωχελικές κινήσεις του παιδιού, που δε μπορούσε να καταλάβει μέσα στον ύπνο του τι ήθελε να πει ο πατέρας του.

Σελίδες