Μεγανήσι

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

«Ξύπνα Ανέστη, ξύπνα παιδί μου και σε λίγο εξημέρωσε…», σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Γεράσιμος ταρακουνώντας ταυτόχρονα το παιδί πιάνοντάς το απ’ τον ώμο. «Έχουμε δουλειά πρωινή που δεν παίρνει αναβολή. Σήκω μη μας ακουρμαστούνε η μάνα σου και η αδερφή σου, γιατί δε θα μας αφήκ’νε να φύουμε εδώθε με το ζωντανό», συμπλήρωσε, παρατηρώντας με ανυπομονησία τις νωχελικές κινήσεις του παιδιού, που δε μπορούσε να καταλάβει μέσα στον ύπνο του τι ήθελε να πει ο πατέρας του.

ΛΙΘΙΑ ΓΡΟΜΠΙΑ

ΛΙΘΙΑ ΓΡΟΜΠΙΑ

-Γου τρομάρα μου η μαυροκίσσααααα, έσκουξε η Διαμάντω, πλέκοντας τα δάχτυλά της και γυρίζοντας τα χέρια της με τις παλάμες αποκουπισμένες προς τον ουρανό...
-Τι έπαθες μωρή σκαροβλογιασμένη και με λαβοκατίνισες; Απάντησε μακρόσυρτα η Βδοκιά, μαζώνοντας το κότολό της απάνου απ’ τα στραγάλια.
-Κάτι γλέπω που πλέει πέρα κει, στην πλακούτσα πίσωθε, σα και να μου κάζει πως είναι άνθρωπος, είπε έντρομη εκείνη.

ΤΟ ΦΙΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΛΙ

ΤΟ ΦΙΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΛΙ

-Πού είν’ το φελί μωρ’ Βγενιάαα; Ρώτησε η Λευτερία κοιτάζοντας μέσα στο σακούλι της.
-Ποιο φελί; Ούτε τού’ ειδα ούτε τ’ απόλαψα, απάντησε η Βγενιά αιφνιδιασμένη, με μια κάποια ενοχή στη ματιά της.
-Ε μωρήηη, εμένα θα κοροϊδέψεις; Σ’ είδα που το ρούμπωξες εποληώρα, αλλά μου κάστηκε πώς ήτανε μπ’κούνι ψωμί. Δε ντράπ’κες δα να φας το φελί του αντρός σου; Και τι θα του δώκω σα σαλτήσει κάτου απ’ την ελιά; Την επέπληξε η Λευτερία.

Σελίδες